Άκης Παπαντώνης: Το όνειρο του ενυδρείου

Περνάμε ωραία εδώ πέρα. Ελπίζουμε όμως πως όλα σύντομα θα αποκαλυφθούν. —Ρέιμοντ Κάρβερ

Τον θείο τον έλεγαν Γιάννη και την θεία την έλεγαν Κυριακή. Τον θείο τον φώναζαν Τζόνι ή Καπετάνιο και την θεία Κούλα. Ο θείος και η θεία είχαν δυο γιούς, δίδυμους, τον Δημήτρη και τον Λουκά. Τον Δημήτρη τον φώναζαν Τζίμη και τον Λουκά τον φώναζαν Λουκά. Ο θείος ήταν ναυτικός, η θεία ήταν δεμένη στη στεριά με κάβο το αναπηρικό της καροτσάκι. Ο Τζίμης κι ο Λουκάς ήταν έφηβοι όταν εσύ ήσουν παιδί του δημοτικού. Ο θείος είχε γεμίσει το σπίτι με πράγματα από τα ταξίδια του που δεν μπορούσες καν να φανταστείς πως υπήρχαν: μια μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή αγορασμένη στο Κάιρο που χωρούσε να κρυφτεί στην παιδική σου παλάμη, μα έβγαζε αληθινές φωτογραφίες· ένα κόκκινο γουόκμαν αγορασμένο στο Τόκιο που έπαιρνε επαναφορτιζόμενες μπαταρίες· ένα ζευγάρι παπούτσια μπάσκετ αγορασμένα στη Νέα Υόρκη που φούσκωναν (και που ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα από εκείνα που φορούσαν ο Τζίμης και ο Λουκάς)· ένα τηλεσκόπιο με τηλεχειριστήριο αγορασμένο στην Αμβέρσα, στημένο χειμώνα καλοκαίρι στο στενό μπαλκόνι επάνω στο στραβό μπρούτζινο τρίποδό του. Η θεία έκρυβε όσα από αυτά τα μαγικά αντικείμενα μπορούσε, σε συρτάρια και ντουλάπια και μέσα στο ντιβάνι της τραπεζαρίας. Ο Τζίμης και ο Λουκάς έκαναν λες και τίποτα από αυτά δεν υπήρχε στ’ αλήθεια.

Ο θείος, η θεία, ο Τζίμης και ο Λουκάς ζούσαν στον έβδομο (και τελευταίο) όροφο μίας εργατικής πολυκατοικίας στη Δραπετσώνα, όπου το ασανσέρ χωρούσε μόλις τρεις ανθρώπους και ήταν συνήθως χαλασμένο και οι σκάλες έμοιαζαν ατελείωτες για τα παιδικά σου γόνατα. Και όταν τελικά, χωρίς να αφήσεις λεπτό το χέρι του παππού σου, σκαρφάλωνες το τελευταίο σκαλί, φρόντιζες να περπατήσεις τοίχο-τοίχο ως την πόρτα του θείου και της θείας από φόβο μη τυχόν και παραστρατίσει το βλέμμα σου και κοιτάξεις μέσα από τα κάγκελα ως κάτω όπου τα κολωνάκια στο πεζοδρόμιο έμοιαζαν με κόκκινα σημεία στίξης. Η πόρτα άνοιγε κι ο θείος, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, επέστρεφε στη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού και έπιανε να σκαλίζει το τσιμπούκι του με ένα μεταλλικό εργαλείο αγορασμένο στον Παναμά. Ο Τζίμης ή ο Λουκάς έφερναν τη θεία από την κρεβατοκάμαρα, επάνω στο καροτσάκι της, τυλιγμένη σε μια μεταξωτή ρόμπα αγορασμένη στη Σαγκάη. Ο θείος ρωτούσε αν θέλουμε σουβλάκια και η θεία έστελνε τον Τζίμη ή τον Λουκά να τα φέρουν από το μαγαζί της γωνίας που το είχε ένας Κωνσταντινουπολίτης. Κι όσο τα σουβλάκια με τη βαριά μυρωδιά τυλίγονταν ένα-ένα στην λεπτή λαδόκολλα, οι μεγάλοι γέμιζαν τα ποτήρια τους με κάποιο ποτό φερμένο από κάποια πόλη το όνομα της οποίας σου ήταν εντελώς ξένο και η θεία έλεγε του θείου να βάλει στο πικάπ έναν δίσκο για να θυμίσει σε όλους αμέσως μετά πως «η αρρώστια» της είχε στερήσει το χορό — τον χορό για τον οποίο την είχε «ερωτευτεί ο Τζόνι της». Κι όσο όλα αυτά συνέβαιναν ξανά και ξανά, κυριακάτικη επίσκεψη την κυριακάτικη επίσκεψη, χωρίς την παραμικρή παραλλαγή και με μουσική υπόκρουση τα ίδια λάτιν τραγούδια, εσύ βυθιζόσουν στο γαλακτώδες φως του ενυδρείου στο μικρό σαλόνι: μικρά ψάρια κολλούσαν τα ανοικτά τους στόματα στο γυαλί, το πλαστικό ναυάγιο έμοιαζε να μην θέλει να σωθεί και ανάμεσα στα χαλίκια του πυθμένα παραμόνευε μια ημιδιάφανη γαρίδα.

Όταν έκλεισες τα δέκα ο μεγάλος αδερφός του παππού και της θείας σου, ο θεόρατος θείος Γιώργος, επέστρεψε μετά από σαράντα χρόνια στην Αυστραλία. Την πρώτη του Κυριακή στην Αθήνα πήγατε επίσκεψη στον ψηλό πύργο της Δραπετσώνας. Ο θείος άνοιξε την πόρτα με το τσιμπούκι στο στόμα και του έσφιξε το χέρι, η θεία έβαλε τα κλάματα που δεν την άφηνε «η αρρώστια» να σηκωθεί να τον φιλήσει, οι μεγάλοι βολεύτηκαν γύρω από το τραπέζι. Εσύ κάθισες οκλαδόν μπροστά στο ενυδρείο. Η θεία δεν άφησε τον θείο να βάλει στο πικάπ έναν δίσκο, ο Τζίμης και ο Λουκάς δεν έφυγαν να πάνε να φέρουν πολίτικα σουβλάκια και τα χαμηλά ποτήρια γέμισαν με ουίσκι αγορασμένο στην Ιρλανδία. Η θεία φώναζε τον αδερφό της Γιώργο μου, ο θείος τον φώναζε Τζώρτζη, ο παππούς σου τον φώναζε Γιούρα — κι εκείνος, με μια παράξενη προφορά, φώναζε τον παππού σου «μπράδερ», τη θεία σου «σίστερ» και τον θείο Τζόνι «κάπτεν» και κατέβαζε το ένα ουίσκι μετά το άλλο. Μαζί με τον θείο Γιώργο είχε έρθει στην Αθήνα και μια νεαρή, ξανθιά κοπέλα. Το όνομά της ήταν Μαριάννα και όλη την φώναζαν έτσι, εκτός από την θεία που την φώναζε «κοπέλα». Φορούσε μια μαύρη ολόσωμη φόρμα και η σιλουέτα της, την περισσότερη ώρα όρθια δίπλα στον θείο Γιώργο, παραμορφωνόταν καθώς την περιεργαζόσουν μέσα από το χοντρό γυαλί του ενυδρείου.

Ήταν Αύγουστος, ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τις καμινάδες στο βάθος του ορίζοντα και οι τοίχοι του διαμερίσματος έβραζαν. Η Μαριάννα ψιθύρισε στο αυτί του θείου Γιώργου πως ζεσταινόταν κι άνοιξε λίγο ακόμα το φερμουάρ της ολόσωμης φόρμας της. Ο θείος Τζόνι μασουλούσε την άκρη απ’ το τσιμπούκι του, η θεία Κούλα έκανε έντονα αέρα με τη βεντάλια της, ο Τζίμης κι ο Λουκάς στέκονταν προσοχή πίσω από το πάσο της κουζίνας, όταν ο παππούς σου πρότεινε να βγούνε «επιτέλους στο μπαλκόνι». Πρώτη βγήκε η Μαριάννα και κάθισε στην φερφορζέ κούνια και πίσω της οι υπόλοιποι με τα ποτήρια στα χέρια. Τελευταία βγήκε η θεία με τη βοήθεια του Τζίμη (ή του Λουκά). Εσύ έφτασες ως το άνοιγμα της πόρτας. «Πρέπει να κάνουμε καμιά μπίζνα, μπράδερ», είπε ο θείος Γιώργος. Ο παππούς σου κούνησε το κεφάλι. «Να κάνουμε», είπε η θεία, «ο Γιάννης μου μπορεί να φέρνει πράγματα απ’ έξω, πράγματα που δεν υπάρχουν πουθενά εδώ». Ο θείος Γιώργος πείραζε το ιδρωμένο στήθος της Μαριάννας κι εσύ ούτε που θυμάσαι πως έφτασες ως το άνοιγμα της πόρτας για να πεις στον Τζίμη και στον Λουκά πως εκείνη η παράξενη στήλη στο ενυδρείο είχε σταματήσει να βγάζει φυσαλίδες. Η Μαριάννα έκανε ψεύτικες ντροπές, η θεία έκανε πως ίσιωνε το σεμέν στο χαμηλό τραπέζι, ο θείος έκανε πως δεν κοιτούσε, ο Τζίμης κι ο Λουκάς έκαναν πως δεν κοιτούσαν, ο παππούς σου έκανε πως κοιτούσε στον ορίζοντα και έλεγε πως η μάνα του τον έστελνε, μωρό παιδί, να αγοράζει σπίρτα από «εκείνο εκεί το μαγαζί στην πέρα γωνία» που ήταν τώρα κλειστό. Εσύ έκανες πως δεν φοβόσουν τα ύψη όταν, ακροπατώντας στο μωσαϊκό του μπαλκονιού, πλησίασες την φερφορζέ διθέσια κούνια και κάθισες. Ο αριστερός σου ώμος ακουμπούσε το ιδρωμένο ύφασμα της μαύρης φόρμας, ο δεξιός το κάγκελο, το δεξί χέρι του θείου Γιώργου ανεβοκατέβαινε στην πλάτη της Μαριάννας, το αριστερό χέρι της θείας ανέμιζε τη βεντάλια νευρικά, το δεξί χέρι του θείου έτριβε αμήχανα την άκρη από το τσιμπούκι του, οι δύο παλάμες του παππού σου κρατούσαν το ποτήρι με το ουίσκι κοντά στο στήθος του, λες κι επρόκειτο για το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε ποτέ βρεθεί στα χέρια του. Η Μαριάννα σηκώθηκε όρθια, το κάγκελο της έφτανε ως τη μέση, σου έκανε νεύμα να πλησιάσεις. Δεν κουνήθηκες. Εφτά ορόφους πιο χαμηλά η BMW του θεόρατου θείου περίμενε παρκαρισμένη πλάι στα κολωνάκια του πεζοδρομίου. Η Μαριάννα έγειρε πίσω το κεφάλι, ακούστηκαν φωνές αντρικές και γυναικείες, ο θείος Γιώργος ρώτησε «τι γίνεται μπέημπ;», ο Τζίμης κι ο Λουκάς πλησίασαν το κάγκελο, ακούστηκε ένα δυνατός κρότος, ο παππούς πετάχτηκε όρθιος και το ποτήρι του έπεσε από τα χέρια, η θεία είπε «Χριστέ μου», ο Τζίμης κι ο Λουκάς πάγωσαν, ο θείος Γιώργος ρώτησε ξανά «μπέημπ;», ο παππούς σου έπιασε τη Μαριάννα από το μπράτσο, ο θείος Τζόνι ανοιγόκλεινε το στόμα χωρίς να βγάζει μιλιά, η Μαριάννα αγκάλιασε την κοιλιά της και έγειρε μπροστά, εσύ πρότεινες τα χέρια σου ώσπου συνάντησαν το στήθος της.

Αργότερα, αφού το ασθενοφόρο είχε ήδη πάρει τη Μαριάννα με συνοδούς τον παππού σου και τον θείο Γιώργο και η αστυνομία είχε ήδη συλλάβει τον μεθυσμένο άντρα που είχε πυροβολήσει στον αέρα, αφού ο Τζίμης και ο Λουκάς είχαν πάει τη θεία στο κρεβάτι της για να ηρεμήσει κι ο θείος Τζόνι ροχάλιζε καθιστός στο ντιβάνι της τραπεζαρίας, εσύ ψαχούλευες στα ντουλάπια της σερβάντας με τη ελπίδα να βρεις ένα άγνωστο αντικείμενο αγορασμένο σε κάποιο λιμάνι το όνομα του οποίου δεν μπορούσες να προφέρεις. Το μόνο όμως που βρήκες ήταν μια τράπουλα και κάτι μινιατούρες φιάλες ουίσκι. Πήρες μία στα χέρια σου, την άνοιξες και κατέβασες το περιεχόμενο σε λίγες γουλιές. Κι ύστερα, με το λαιμό σου να καίει και το δωμάτιο γύρω σου να περιδινείται, ξάπλωσες μπρούμυτα στο χαλί μπροστά στο ενυδρείο, κοιτούσες τα ψάρια να κάνουν κύκλους γύρω από την ημιδιάφανη γαρίδα που επέπλεε ανάποδα στην επιφάνεια του νερού και, με μάτια γλαρωμένα, ονειρευόσουν πως η Μαριάννα κολυμπούσε μέσα στο νερό του ενυδρείου και το γαλακτώδες φως της φώτιζε μια τα μαλλιά, μια το στήθος, μια τα πόδια ψηλά στους γλουτούς.

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print