Κώστας Σιαφάκας: Ο θρήνος του αυγού

Μια κότα, την ώρα που κλωσούσε τα αυγά της, άκουσε λυγμούς. Γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι της αλλά δεν είδε κανέναν να κλαίει. Όταν οι λυγμοί δυνάμωσαν κι έγιναν αναφιλητά δεν άργησε να αντιληφθεί ότι μέσα στη φωλιά της θρηνούσε απαρηγόρητο ένα αυγό. Έντρομη διέκοψε την επώαση. «Γιατί κλαις αυγουλάκι μου; Τι σου συνέβη;» είπε η κότα. «Κλαίω, μαμά, διότι, δίχως αμφιβολία, γεννήθηκα. Το μέλλον μου διαγράφεται λαμπρό και είμαι βαθιά συγκινημένο που επιτέλους υπάρχω! Κλαίω, λοιπόν, από χαρά!» απάντησε με σπασμένη φωνούλα το αυγό. Εκείνη τη στιγμή ένα ξαφνικό και ισχυρό ρεύμα ανέμου ταρακούνησε το κοτέτσι και οι σανιδένιοι τοίχοι του έτριξαν δυνατά σκεπάζοντας τον κλαψιάρικο ψίθυρο του αυγού. Το σκουριασμένο και λυγισμένο καρφί που κρατούσε κλειστό το ετοιμόρροπο παράθυρο ξεκαρφώθηκε από το σαθρό κάσωμα και το παράθυρο άνοιξε χτυπώντας με οργή πάνω στις σανίδες. Ύστερα από λίγο ο άνεμος κόπασε, λες κι ήταν περαστικό στοιχειό που απομακρύνθηκε, και το παράθυρο έμεινε ανοιχτό και μετέωρο. Στο κάδρο του ανοιχτού παραθύρου εμφανίστηκε ο κόκορας. Διψασμένος για υπεροχή, ανήσυχος χωρίς λόγο, άρχισε να ξελαρυγγιάζεται ξυπνώντας τους πάντες. Το νωπό ξημέρωμα φώτισε την πλάτη του και η αχνή αλλά τερατώδης σκιά του επέβαλλε τη δέουσα σιωπή. Όμως το αυγό, αγνοώντας την παρουσία του κόκορα, συνέχισε το κλάμα με ολοένα και ταχύτερους λυγμούς. Ο κόκορας, μ’ ένα σάλτο, μπήκε στο κοτέτσι και πλησίασε την κότα. «Γιατί κλαις εσύ;» τη ρώτησε ενοχλημένος. «Από τη χαρά μου που σε είδα, αφέντη μου! Με συγκινεί η δύναμή σου κι η τρομερή μορφή σου, τόσο που τα δάκρυά μου δεν μπορώ να συγκρατήσω» απάντησε η κότα κάνοντας δήθεν πως σκουπίζει τα μάτια της με τη φτερούγα της. Ικανοποιημένος από την απάντησή της, ο κόκορας έκανε μεταβολή και συνέχισε την επιθεώρηση του χώρου. Αφού διαπίστωσε ότι όλα ήταν εντάξει άνοιξε με το ράμφος του τον σύρτη της πόρτας και βγήκε να ζεστάνει το λειρί του στον πρωινό ήλιο. Η κότα έγειρε το κεφάλι της και αφουγκράστηκε, ελπίζοντας το αυγό να έχει επιτέλους σωπάσει. Όμως εκείνο, που μόλις και μετά βίας συγκρατούσε την ψυχή του μέχρι να φύγει ο κόκορας, ξέσπασε πάλι σε κλάματα. Η κότα κοίταξε απ’ το παράθυρο και είδε πέρα μακριά το στριφτό κυπαρίσσι να ομολογεί τη δυσφορία του κάτω απ’ τον τρεχούμενο ουρανό. Οι γύρω λόφοι ήταν ακόμα παγωμένοι, σαν ράχες πεθαμένων δεινοσαύρων, κι ο αέρας βρωμούσε κοπριά και αίμα. Ήξερε ότι το αυγό τής είπε ψέματα. Αδυνατώντας να κάνει οτιδήποτε για να απαλύνει τον πόνο του, βολεύτηκε πάνω στ’ αυγά της και συνέχισε να τα κλωσάει, αν και στον νου της ερχόταν ξανά και ξανά η εικόνα του εαυτού της να τα ποδοπατά σκοτεινιάζοντας μεμιάς το λαμπρό τους μέλλον.

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print