Λίνα Ρόκου: Το παιδί

Τις τελευταίες εβδομάδες κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι μετά τη δουλειά την έπιανε ένας πόνος, άλλοτε πιο ήπιος κι άλλοτε πιο έντονος, χαμηλά στην κοιλιά. Προσπαθούσε να συνδέσει την οξύτητα του με κάποια αιτία, ίσως διατροφική, δεν μπόρεσε όμως να εντοπίσει ένα μοτίβο ώστε να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Το θετικό ήταν ότι ο πόνος περνούσε πάντα μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Έτσι δεν ανησύχησε.

Είχε πολλά στο κεφάλι της. Είχε αναλάβει και άλλες αρμοδιότητες στο γραφείο, χωρίς αύξηση μισθού στην οποία σταθερά ήλπιζε, και είχε στόχο να τα καταφέρει παρότι η κατάσταση ήταν ζόρικη και οι απαιτήσεις πολλές. Είχε και την έγνοια της μάνας της που ήταν μόνη της, μακριά της και με κλονισμένη υγεία. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για όλους, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Αυτό δεν την παρηγορούσε, ούτε την απέλπιζε. Δεν είχε πια χρόνο για φίλους, ελάχιστες ήταν οι συναναστροφές της, πάλι καλά που προλάβαινε να ασχοληθεί λίγο με τον εαυτό της, να κάνει πράγματα που της άρεσαν. Σχεδόν όλες οι δραστηριότητές της περιορίζονταν μέσα στο σπίτι. Την πείραζε αυτό; Όχι, ήταν επιλογή της. Ένιωθε μοναξιά; Ναι, αλλά την είχε αποδεχτεί ως θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ένα απόγευμα καθώς έμπαινε στο διαμέρισμα και περίμενε τη σουβλιά στο υπογάστριο συνειδητοποίησε ανακουφισμένη ότι δεν ένιωσε τίποτα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Προχώρησε προς την κουζίνα, ήθελε να βάλει ένα ποτήρι δροσερό νερό να πιει και τότε το είδε.

Ένα αγόρι, γύρω στα πέντε, στεκόταν όρθιο πάνω στα λευκά πλακάκια και την περίμενε. Της χαμογέλασε και είπε «Γεια σου, μαμά». Κλονίστηκε, τρέκλισε αλλά δεν έπεσε κάτω. Κρατήθηκε γιατί σκέφτηκε ότι θα τρομοκρατούσε το παιδί. «Ποιος είσαι;» το ρώτησε και εκείνο την κοίταξε απορημένο. «Ο γιος σου μαμά, μόλις με γέννησες», της απάντησε λες και έλεγε κάτι το αυτονόητο.

Πλησίασε το παιδί, γονάτισε μπροστά του, έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του και τότε κατάλαβε. Ήταν το παιδί της με τον Ο, είχε τα πράσινα μάτια του, τα σφιχτά του χείλη, ακόμη και τα ανακατεμένα φρύδια του. Είχε να δει τον Ο πάνω από δέκα χρόνια, είχαν κόψει κάθε επαφή, η διακοπή της σχέσης τους ήταν βίαιη και άφησε πίσω της δυο πληγωμένα ζώα. Τουλάχιστον αυτό ένιωθε εκείνη, δεν ήξερε αν ίσχυε και για τον Ο. Δεν τον ρώτησε ποτέ.

Πήρε το παιδί αγκαλιά, εκείνο ανταποκρίθηκε με θέρμη, άρχισε να τη φιλάει στα μάγουλα που ήταν ήδη νοτισμένα από δάκρυα. Αν και νήπιο, είχε βλέμμα σοβαρό, σαν να αντιλαμβανόταν την ιερότητα της στιγμής και δεν ρώτησε τίποτα που θα μπορούσε να τη φέρει σε δύσκολη θέση.

Από εκείνη την ημέρα η καθημερινότητά της άλλαξε. Ζήτησε να εργάζεται από το σπίτι, το αφεντικό της δεν το δέχτηκε, παραιτήθηκε, ευτυχώς ύστερα από λίγο καιρό κατάφερε να βρει μια ικανοποιητική δουλειά που θα της επέτρεπε να μένει μαζί με το παιδί σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Τα λεφτά βέβαια ήταν λιγότερα από αυτά που είχε συνηθίσει αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να πουλήσει κάποια παλιά χρυσαφικά της γιαγιάς της, ήταν ένας τρόπος κι αυτός να εξασφαλίσει κάποια χρήματα, και συνεχώς επεξεργαζόταν στο μυαλό της πώς θα μπορούσε να έχει και άλλα έσοδα. Αυτές οι σκέψεις τη γέμιζαν άγχος αλλά τίποτα δεν τάραζε την ευτυχία της όταν κοιμόταν μαζί με τον Ω· έτσι ονόμασε τον γιο της.

Το παιδί ήταν βολικό και φρόνιμο. Του άρεσε να την παρακολουθεί να μαγειρεύει και να παίζει με τα αυτοκινητάκια του. Πήγαιναν μαζί βόλτα στο πάρκο και στην παιδική χαρά, ήταν ντροπαλό με τους συνομηλίκους του αλλά σε γενικές γραμμές ήταν ένα χαρούμενο πλάσμα.

Ένα βράδυ, από τα πρώτα που είχε βάλει λίγο παραπάνω ψύχρα, ένιωσε μέσα στον ύπνο της το παιδί να σκαρφαλώνει πάνω της. Ασυναίσθητα σκέφτηκε ότι μάλλον κρύωνε και έψαχνε σε αυτή ζεστασιά. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμάκι του. Μέσα στην ησυχία της νύχτας κατάλαβε ότι σιγά σιγά τα χέρια της δεν μπορούσαν να το κλείσουν στην αγκαλιά της, πως βάραινε απότομα, τα πόδια του μάκραιναν και οι πατούσες του βρέθηκαν πιο χαμηλά από τις δικές της. Ξύπνησε ολότελα, χάιδεψε το πρόσωπό του και ένιωσε ρυτίδες και τα γνώριμα ανακατεμένα φρύδια. Ταράχτηκε, ανατρίχιασε, αναρωτήθηκε αν τρελάθηκε. Ένα χέρι άναψε το πορτατίφ, δεν ήταν το δικό της. Πάνω της ήταν γερμένος ο Ο, την κοιτούσε με τα πράσινα μάτια του, της χαμογέλασε και τη φίλησε τόσο απαλά στην μύτη που ένιωσε ότι ήταν ολόκληρη ένα φτερό κι ας κουβαλούσε και τo δικό του βάρος.

Φοβήθηκε να μιλήσει, έτρεμε ότι εάν άκουγε την φωνή της, ο Ο θα εξατμιζόταν, όμως τελικά δεν άντεξε:

«Πού ήσουν τόσο καιρό;».

«Τι εννοείς, μικρή; Πάντα εδώ ήμουν».

Κοιμήθηκαν αγκαλιά ενώ ο μικρός Ω έπεφτε από το μπαλκόνι.

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print