Τα πρόσεξε αμέσως∙ ήταν κάτι μεγάλα μπεζ ψάρια επίπεδα με ορθάνοιχτα μάτια και στόματα επίσης ανοιχτά, όπως όταν κάποιος προσπαθεί να ρουφήξει μια τελευταία γουλιά αέρα, στην αρχή είδε πέντε έξι, μετά συνειδητοποίησε πως τα ψάρια ήταν διάσπαρτα κατά μήκος ολόκληρης της ακτής κι έπρεπε καθώς περπατά να προσπαθεί να μην τα πατήσει αφού τώρα μόλις κατάλαβε πως ήταν ξυπόλυτη και σίγουρα δεν ήθελε να αγγίξει κανένα από αυτά τα ψάρια ούτε καν με το κάτω μέρος της πατούσας της, γιατί θα είχαν οπωσδήποτε εκείνη τη γλιστερή υφή που σιχαινόταν στα πράγματα –στις ζελατίνες, στα στρείδια, στους γυμνοσάλιαγκες– γι αυτό αναγκαζόταν να περπατάει στις μύτες των ποδιών της, με ακρίβεια πάνω στα μικρά διαστήματα άμμου που παρέμεναν κενά ανάμεσα στα ψάρια, τα οποία ήταν τελικά πάρα πολλά και την υποχρέωναν να προχωρά με μικρά πηδηματάκια και ελιγμούς που θύμιζαν χορευτικές φιγούρες, παρόλο που ποτέ δεν τα κατάφερνε στην ισορροπία ή στην ποίηση, ενώ τώρα η άμμος όπως την αισθανόταν κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών της, κυρίως στο πρώτο που ασκούσε τη μεγαλύτερη πίεση και καταλάμβανε τη μεγαλύτερη επιφάνεια, όσο μεγάλη επιφάνεια δηλαδή είναι δυνατόν να καταλαμβάνει η άκρη του μεγάλου δαχτύλου ενός μικρού σχετικά ποδιού, η άμμος ήταν υγρή και παγωμένη.
Θυμήθηκε πως όλη τη νύχτα έβρεχε∙ είχε ακούσει πρώτα μέσα στον ύπνο της τον ήχο της βροντής και της φάνηκε, ακόμα και κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα, πως είχε φωτιστεί ο ουρανός και πως είχε πάρει ένα μπλε χρώμα –ένα μπλε ουλτραμαρίν ή ίσως μπλε του κοβαλτίου, μπορεί και μπλε νουάρ, δεν ήταν σίγουρη– εν πάση περιπτώσει, φαντάστηκε τον ουρανό να κόβεται στη μέση κι έπειτα άκουσε τον ήχο του νερού που έπεφτε, όχι σε σταγόνες ή σε γραμμικές σειρές σταγόνων –η μια μετά την άλλη, η μια δίπλα στην άλλη– με στρωτό ρυθμό παρέλασης ή μουσικής συμφωνίας, αλλά που έπεφτε με θρασύτητα, λες κι ένα ολόκληρο σύννεφο άδειαζε και χυνόταν πάνω στη στέγη κι αυτό σκέφτηκε ήταν άδικο, δεν αντέχουν τα κεραμίδια μια τόσο άτακτη βροχή, ούτε τέτοια αγενή ξεσπάσματα, αδικαιολόγητα, όταν μάλιστα το πρωινό ήταν ηλιόλουστο κι εκείνη φορούσε τη μενεξεδιά πουκαμίσα της και φύτευε πανσέδες και πετούνιες στα παρτέρια, όμως όλη αυτή η βροχή, εντελώς απαράδεκτη, θα πετούσε έξω το χώμα και θα πετσόκοβε τα φύλλα και τα πέταλα αφήνοντας στο τέλος μέσα στους ανθώνες μοναχά γυμνά, ολόγυμνα κοτσάνια.
Συνέχιζε να περπατά ή όπως κι αν έλεγαν αυτό που έκανε πάνω στις μύτες των ποδιών της στοχεύοντας τα ελάχιστα κενά της άμμου, προσπαθώντας να αποφύγει τα ψάρια, να αποφύγει κάθε επαφή με τη γλοιώδη σάρκα και τα λέπια τους, γνωρίζοντας πως τα λέπια είναι αιχμηρά και πως μπορούν να προκαλέσουν μόλυνση αν σε κόψουν, αυτό μάλιστα, σκέφτηκε, θα ίσχυε ακόμα περισσότερο τώρα που επρόκειτο για νεκρά ψάρια, δεδομένου ότι καθετί νεκρό εξ ορισμού σαπίζει και ζέχνει, έτσι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε, έστω κι αν χρειαζόταν να κοιτά μόνο κάτω κι όχι οπουδήποτε κάτω αλλά μόνο εκεί που κατευθύνονταν τα δάχτυλά της, δεν έβλεπε ούτε πιο πριν ούτε πιο μετά, έτσι κι αλλιώς της φαινόταν πως δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά, ολόκληρη η ακτή ήταν κατάσπαρτη από ψάρια και εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίζει, μολονότι ο αυχένας της πονούσε από το σκύψιμο, την πονούσαν οι αστράγαλοι από το τέντωμα κι η μέση από τις ακροβασίες, ενώ τα μάτια της απορροφώντας διαρκώς την ίδια εικόνα, την ίδια μονότονα επίπεδη αντανάκλαση, είχαν θολώσει και δυσκολεύονταν πια να ξεχωρίσουν μεταξύ του μπεζ της άμμου και του μπεζ των ψαριών, έτσι κι αλλιώς τι σημασία είχαν ποτέ οι αποχρώσεις, αφού ακόμα και τώρα το πριν και το μετά ταυτίζονταν ολοκληρωτικά σε τούτη την ακτή που επαναλάμβανε ατελείωτα σαν μόλα τον εαυτό της και από την οποία είχε τη βεβαιότητα πως δεν υπήρχε καμία, μα καμία, διαφυγή.
Αυτό όμως που πιο πολύ την τρόμαζε, ίσως περισσότερο κι από το να αγγίξει με το δέρμα της τα κοφτερά πτώματα των ψαριών, ήταν το να συναντήσει στη διαδρομή κάποιον άλλο άνθρωπο, κάποιον που θα την ρωτούσε πώς βρέθηκε εκεί, γιατί η αλήθεια ήταν πως δεν θα ήξερε τι να απαντήσει, δεν είχε ιδέα γιατί βρέθηκε εδώ, ούτε ποιος ήταν αυτός ο τόπος, καν δεν γνώριζε πόσες μέρες είχε κρατήσει η καταιγίδα όσο αυτή κοιμόταν, για πόσες μέρες κοιμόταν, για πόσες μέρες χιμούσε το νερό σαν να ήθελε να ξεσηκώσει τα κεραμίδια, τα τζάμια, τα περιτοιχίσματα, ούτε τι απέγιναν οι πανσέδες κι οι πετούνιες στα παρτέρια και πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε φορέσει τη μενεξεδιά πουκαμίσα της, ένιωθε μονάχα μέσα στον ύπνο πως ο ουρανός παρέμενε κατά κύριο λόγο μαύρος, αν και ανάμεσα στις αστραπές, ήταν σίγουρη κι ας είχε κλειστά τα βλέφαρα πως, ο ουρανός γινόταν στιγμιαία μπλε νουάρ ή μπλε του κοβαλτίου κι οι βροντές ταρακουνούσαν συνθέμελα το σπίτι, τα δοκάρια της στέγης, τις βεράντες, τις σκαλιστές κονσόλες, τις γυάλινες κορνίζες, τα κηροπήγια, κι εκείνη θυμήθηκε πως μικρή κάπως έτσι φανταζόταν τη βουή που θα είχε προηγηθεί της βύθισης της Ατλαντίδας, αλλά θυμήθηκε αμέσως τη μητέρα να την καθησυχάζει πως κάπως έτσι ίσως και να είχε αναδυθεί ο κόσμος, ανοησίες! κανένας βυθισμένος κόσμος δεν αναδύθηκε ποτέ, κι επιτέλους τι είναι όλα αυτά τα ψάρια, τα ψάρια κάτω από τα πόδια της, έπειτα τα διπλανά και τα άλλα παρακάτω, όλα αυτά τα νεκρά μπεζ ψάρια που κάλυπταν την άμμο κι είχαν το ίδιο χρώμα με την άμμο, με τη θάλασσα, με τον ουρανό και το ίδιο χρώμα με τα πόδια της, με τα πόδια της, με τα πόδια της, επιτέλους! πότε τελειώνει αυτός ο ύπνος! πότε τελειώνει αυτός ο ύπνος! αν τελειώνει ποτέ αυτός ο ύπνος.