Νικόλας Περδικάρης: Συναρμογή

Είναι πολλοί αυτοί που με θέλουν καθωσπρέπει. Να βηματίζω ανάμεσα σε διαδρόμους στητός, με τα καλά μου ρούχα στρωμένα σ’ ένα αψεγάδιαστο σώμα, μια καμπαρντίνα διπλωμένη, όμορφα περασμένη στον αγκώνα. Αλλά κοίτα: Έξω από το στρογγυλό μας παράθυρο, ένα χρυσαφένιο χωράφι μοιάζει να τσουρουφλίζεται από τον ήλιο και εμείς δεν έχουμε ακόμα προσγειωθεί πουθενά. Έτσι, δεν στέκομαι όρθιος με κανέναν τρόπο. Απεναντίας, βυθίζομαι περισσότερο στη μη ανατομική πολυθρόνα του ιπτάμενου αεροσκάφους, αγναντεύοντας τους χιλιάδες εναλλακτικούς τρόπους της ύπαρξής μου.

Μαζί μας, στη μέση της ατράκτου, ταξιδεύουν σχεδόν μεταμφιεσμένα δύο-τρία προσφυγόπουλα. Σε απόσταση αναπνοής, πέντε-έξι γυαλιστεροί δημοτικοί σύμβουλοι ή υποψήφιοι ευρωβουλευτές που υπόσχονται να μας προστατεύσουν αυτοβούλως από το Μεγάλο Κακό. Όλοι ξέρουμε ποιο είναι αυτό αλλά κανείς δεν τ’ ονομάζει. Ίσως βέβαια το κακό να μην έχει μόνο μια υπόσταση. Ίσως εκείνο που φοβόμαστε να είναι απλώς το αντίθετο αυτού που δεν φοβόμαστε. Για παράδειγμα η ευτυχία μπορεί, κάλλιστα, να οριστεί ως το αντίθετο της δυστυχίας.

Με την ευκαιρία, μου λείπει η Φελίθ. Μετάνιωσα που δεν την πήρα μαζί μου σε αυτόν τον γύρο του κόσμου. Του λόγου της θα κατανοούσε πλήρως τι εννοώ όταν δηλώνω πως σιχαίνομαι τους τύπους, την επιφανειακή καθαριότητα, το φινίρισμα. Στη διπλανή μου θέση ευτυχώς, υπομένει τον χρόνο του μαζί μ’ εμένα ένας άντρας στωικός. Λιγάκι πρωτόγονος. Μέχρι και άγριο θα μπορούσες να τον πεις. Ας μην εστιάσουμε στο γεγονός ότι είναι αξύριστος, υπερβολικά αδύνατος και δίχως τρόπους. Κατά τη διάρκεια του μικρού μας γεύματος, ανοίγει λαίμαργα το κουτάκι με το βούτυρο, το ζουλάει με τα μακριά του δάχτυλα ώσπου να λιώσει και ύστερα το πίνει σα να είναι ζωμός. Στον τεντωμένο του λαιμό κυλάνε γάργαρα διάφορες υφές, προτού να γίνουν αντιληπτές ως τροφές με μυρωδιές και γεύσεις. Ένα κουτί από αναψυκτικό αργοπεθαίνει, τσαλακώνεται σα χαρτί στη γροθιά του γίγαντα που με συντροφεύει. Όμως εμένα αυτός ο άνθρωπος μου αρέσει. Ακριβώς επειδή μπορεί να παραμένει αξιοπρεπής ενώ δεν δείχνει καθωσπρέπει.

Μισή και παραπάνω ώρα έχει περάσει από τη στιγμή που η εσωτερική μου γλώσσα πήρε φόρα, οδηγώντας με σε μια μυστική, δίχως έκφραση λογόρροια. Και να. Προσγειωνόμαστε επιτέλους σε ένα αχανές παραλληλόγραμμο, σηκώνοντας πίσω μας σύννεφα μιας άμμου που ποτέ δεν ησυχάζει. Η ελευθερία είναι, νομίζω, το αντίδοτο για κάθε δυσμένεια: Να είσαι όπου θέλεις, όπως θέλεις. Άραγε ο αναρχικός μου γείτονας σε αυτή την πτήση το γνωρίζει αυτό; Τι θα έλεγε αν μάθαινε πως μου λείπει ένα χέρι; Πως κάτω από το μανίκι του φανταχτερού, ακριβού σακακιού μου υπάρχει μόνο ένας κουτσουρεμένος ώμος; Πως εγώ δεν έχω προορισμό, ούτε με νοιάζει πού πάω και αν θα φτάσω. Στο ράφι πάνω από τα κεφάλια μας αναπαύεται ευτυχισμένο το μηχανικό μου άκρο. Έχω τον νου μου. Προτού φύγουν όλοι και το αεροσκάφος αδειάσει, θα ζητήσω από κάποιον να μου το φτάσει, να μου το δώσει. Ύστερα, θα κουμπώσω το μεταλλικό μου χέρι προσεκτικά στην υποδοχή. Για το τέλος, θα φορέσω το σακάκι μου και όλα καλά.

Οι τροχοί έχουν πια σταματήσει. Απ’ το βάθος του διαδρόμου ακούγονται ήδη οι πρώτες φωνές. Αεροσυνοδοί μάς ευχαριστούν που ταξιδέψαμε μαζί τους. Ζώνες καθισμάτων ξεκουμπώνουν η μια μετά την άλλη: «κλικ», «κλάπετακ», «κλικ-κλικ». Άνθρωποι χασμουριούνται σαν κουρασμένα ζώα. Καθένας με τους ψιθύρους του. Βελούδινα μαξιλάρια σχηματίζουν γούβες από ιδρωμένους πισινούς. Λεκέδες από τύψεις και συμπόνια. Όπως οι φαντάροι. Πρώτα οι «τυχαίοι». Σχεδόν απίθανο ν’ ανταμώσουμε ξανά ο ένας τον άλλον. Έπειτα όλοι, στοιχισμένοι στην ουρά προς την έξοδο.

Παραμένοντας καθιστός, κοιτάζω προς τα επάνω και απευθύνομαι στην τύχη: «Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε το μεταλλικό μου χέρι από το ράφι;». Οι άνθρωποι κάνουν πως δεν με ακούν. Με βλέπουν ολοκάθαρα με τα μεγάλα τους μάτια, αλλά δεν  με ακούνε. Τα χείλη μου κινούνται σαν σε φάρσα μπροστά τους. Τώρα ο «φίλος» μου, ο ψιλόλιγνος εκπρόσωπος ενός τρίτου –αν όχι τέταρτου- κόσμου ζουπιέται όρθιος μπροστά μου. Με προσπερνά ευτυχής, λαμβάνοντας τη θέση του στην ανθρωποουρά του διαδρόμου. «Σε παρακαλώ, αδελφέ, μου δίνεις το προσθετικό μου χέρι; Βρίσκεται ακριβώς από επάνω μας, στη θέση των χειραποσκευών.

Δυστυχώς, ούτε ο πρώην διπλανός μου καταλαβαίνει τι λέω. Εκτελεί τον επιδέξιο πήδο του και  αφομοιώνεται από το πλήθος σαν προϊόν σε ιμάντα παραγωγής. Επιτέλους αποφασίζω να σηκωθώ. Τεντώνομαι στις μύτες των ποδιών, προστάζοντας το «καλό» μου χέρι να ψάξει για το ψεύτικο. Το βλέπω χωμένο στο βάθος μιας εσοχής, ανακατεμένο με βαλίτσες και ρούχα σαν κουρέλια. Πάνω που πάω να το αρπάξω, μια κυρία το σπρώχνει (κατά λάθος) βαθύτερα, μέσα στα σκοτάδια μιας σπηλιάς αποθήκευσης από πλαστικό. Δευτερόλεπτα μετά, το αεροσκάφος έχει σχεδόν εκκενωθεί. Οι συνεπιβάτες μου απομακρύνθηκαν ένας-ένας. Και όταν πια- για μια αιώνια στιγμή- νιώθω πως έχω απομείνει ολομόναχος, έχοντας χάσει από τα μάτια μου το πολύτιμο τεχνητό μου μέλος, μια γυναίκα παχουλή και πρόθυμη, με παρηγορεί ξεκουμπώνοντας το μεταλλικό της χέρι. «Ορίστε, πάρτε το δικό μου», λέει.

Δεν ντρέπεται για την ατέλειά της. Κάθε άλλο. Φοράει κοντομάνικο και είναι αναμφίβολα η πιο ερωτική παρουσία σε ολόκληρο το boeing 767. Διστάζω να εκμεταλλευτώ την καλοσύνη της. «Δεν το χρειάζεστε το μεταλλικό σας χέρι;» τη ρωτάω. «Κουβαλάω πάντα μαζί μου εφεδρικό», μου απαντάει. «Εξάλλου, μέχρι να βρείτε ξανά το δικό σας, αυτό το σαραβαλιασμένο αεροσκάφος θα έχει επιστρέψει στη βάση του».

Περίπου ταπεινωμένος, χωρίς να ξέρω πώς να την αντικρύσω, αρπάζω το βοήθημά της και προσπαθώ να το προσαρμόσω στο κατάλληλο σημείο του σώματός μου. Για κακή μου τύχη, το λεπτό, ντελικάτο ασημένιο κλαράκι της κυρίας δεν είναι συμβατό με το απομεινάρι του ώμου μου. Υποδοχέας και εξάρτημα δεν καταφέρνουν να «κουμπώσουν», όσο και αν φέρνω βόλτα τη σφιχτή μου σάρκα. Άθελά μου, σκέφτομαι πάλι τη Φελίθ. Τι Θα έλεγε άραγε σε αυτή τη στιγμή αμηχανίας; Σα να την ακούω να μου ψιθυρίζει: «Δεν αρκεί, αγάπη μου, να βρεις τη βοήθεια. Είναι απαραίτητο, το είδος της προσφοράς να ταιριάζει με την ανάγκη σου». Στο μεταξύ, το ταξίδι μου συνεχίζεται κάπως απρόοπτα. Και όχι δεν ξέρω καθόλου μα καθόλου τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια μου λείπει.    

Νικόλας Περδικάρης

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print