Ο ήλιος στρίβει πάνω στον ουρανό και πέφτει στη γη. Εκεί όπου πέφτει ο ήλιος όλα φωτίζονται, γίνονται εικόνες που βγαίνουν από το σκοτάδι και σε κατακτούν. Η δική μου κατάκτηση είναι εύκολη, έχει το σχήμα της νοσταλγίας. Έχει το σχήμα εκείνων των πραγμάτων που θες να ξεχάσεις αλλά δεν μπορείς κι έτσι συνεχίζεις να τρως, να προχωράς, να κοιμάσαι μαζί τους.
Τα πόδια μου σέρνονται στην αυλή. Σηκώνουν χώμα, σχηματίζουν ένα σύννεφο που δεν φτάνει στον ουρανό αλλά κολλά στο πρόσωπο. Μέσα στο σύννεφο, πάνω στο πρόσωπο, η νοσταλγία αποκτά μορφή, γίνεται ένα σπίτι στο χωριό και μία σκαμνιά στο κέντρο της αυλής. Τα μάτια στενεύουν, ξέρουν ότι η νοσταλγία δεν χωρά ολόκληρη μέσα τους· το σπίτι κάθεται στην άκρη των βλεφάρων, γλιστρά και πέφτει στη γη, γίνεται μια πετρούλα που κρύβεται στη σόλα των παπουτσιών. Έτσι, μέσα στην ίριδα η σκαμνιά μένει μόνη, γίνεται χρόνος που δεν σταματά ποτέ να τρέχει προς τα πίσω· ο τρεχούμενος χρόνος είναι το όχημα της νοσταλγίας. Σε πάει εκεί όπου δεν μπορούν να σε πάνε τα πόδια σου.
Κάθομαι κάτω από τη σκαμνιά, τα χέρια μου αναζητούν στις τσέπες ένα τσιγάρο. Μόλις το βρουν, τα χείλη τραβάνε μια ρουφηξιά και φτύνουν τον καπνό. Μόλις ο καπνός διαλυθεί, το κεφάλι αναζητεί τα χέρια. Οι αγκώνες αντιλαμβάνονται την ανάγκη τους, διπλώνουν και κρεμάνε τα δάχτυλα μπροστά από τα μάτια. Τα μάτια κάνουν μαθηματικές πράξεις, μετρούν στα νύχια τα χρόνια που έκαναν να επιστρέψουν σε αυτό το μέρος. Μόλις μετρήσουν εφτά νύχια, τα μάτια κλείνουν· πίσω από τα βλέφαρα το παρελθόν είναι ζωντανό, λες και η νοσταλγία να είχε διατηρήσει ακέραιο κάθε δευτερόλεπτο.
Σε εκείνο το σημείο του χρόνου, μπορώ να δω τον ήλιο πάνω από το κεφάλι μας να κρέμεται σαν εκκρεμές και να πηγαίνει πότε στη μια άκρη του ουρανού και πότε στην άλλη, μπορώ να δω τη μητέρα να κάθεται κάτω από τη σκαμνιά, μπορώ να δω εμένα να κάθομαι πάνω στην ποδιά της. Μπορώ να δω το πρόσωπο της μητέρας να είναι χλωμό, επειδή επάνω του ο χρόνος ήταν βιαστικότερος από ό, τι στο δικό μου( τότε δεν ήξερα ότι ο βιαστικός χρόνος είναι κλέφτης, πως αυτό που αρπάζει το κρύβει σε ένα σημείο όπου κανένα χέρι δεν μπορεί να φτάσει. Πως αυτό που κλέβει, μένει χαμένο για πάντα). Η μητέρα νιώθει το παιχνίδισμα του βιαστικού χρόνου και γέρνει το λαιμό της προς τα πίσω. Το στόμα της σκαρφαλώνει ψηλά, κάθεται στο μέτωπό της, μπορεί να πει αυτό που σκέφτεται χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, επειδή αυτό που θα πει, δεν θα το πει με την καρδιά αλλά με το μυαλό της. Έτσι, όταν λέει: Σε κάθε άνθρωπο αναλογεί ένας συγκεκριμένος αριθμός λέξεων που πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί με σύνεση, αφού για το σώμα αυτές οι λέξεις είναι ό, τι για το στόμα η σιωπή, νιώθω την ανάσα να διαπερνά το δέρμα μου και να παγώνει τα σωθικά μου, επειδή η λογική της μητέρας ζούσε στην καρδιά του χειμώνα· μόλις η καρδιά μου γίνει ένα κομμάτι πάγου, ρωτάω: Τι σημαίνει σιωπή, Το άπειρο, απαντάει. Πού βρίσκεται αυτό, Ψηλά στον ουρανό, εκεί όπου ο χρόνος μετριέται αντίστροφα, Εκεί δεν ζουν οι νεκροί, Ναι, Πώς φτάνει κανείς εκεί, Γυρνώντας το νόμισμα της ζωής από την άλλη πλευρά, Τι σημαίνει άλλη πλευρά, Δεν ξέρω. Δεν τόλμησα ποτέ να αναζητήσω την αλήθεια, επειδή δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ τι έδειχνε η μια πλευρά και τι η άλλη. Για αυτό η αλήθεια ήρθε και σφήνωσε μέσα μου κι έγινε ένα βερίκοκο που σαπίζει όσο περνάει ο καιρός, είπε, και σηκώθηκε. Μόλις μπήκε στο σπίτι, κάθισα στη θέση της. Ήταν ζεστή, το βερίκοκο μέσα της μπορούσε ακόμη να φαγωθεί. Έτρεξα στο δωμάτιό της, ήθελα να της πω τα πάντα για τις λέξεις ζέστη και φάγωμα. Όμως δεν μπόρεσα, επειδή η μητέρα είχε προλάβει να αποκοιμηθεί· μέχρι το απόγευμα οι λέξεις είχαν ξεχαστεί. Λες κι αυτές οι λέξεις να μην ήθελαν να παράσχουν στον καθένα μας, το προσωπικό του μαρτύριο· δυο βδομάδες μετά, ο πατέρας έθαψε τη μητέρα κάτω από το χώμα, εμένα με έθαψε σε μια πόλη τετρακόσια χιλιόμετρα μακριά. Πίστευε ότι τα πόδια μου δεν θα μπορούσαν να διανύσουν τέτοια απόσταση, ότι η νοσταλγία θα γινόταν ένας τόπος που δεν θα μπορούσα να προσεγγίσω. Εν μέρει είχε δίκιο, επειδή η νοσταλγία έκανε εφτά χρόνια να βρει τον δρόμο της.
Πετάω στο τσιγάρο στο χώμα, η σόλα του παπουτσιού το λιώνει. Η τριβή κάνει την πετρούλα να κυλήσει στο έδαφος και το σπίτι να σχηματιστεί ξανά. Δίχως δισταγμό, προχωρώ προς εκείνο. Η πόρτα του είναι κλειστή, όμως αντιλαμβάνομαι ότι δεν θέλει πια να κρατήσει τίποτα κρυφό, επειδή το κλειδί είναι πάνω της. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ο αέρας χώνεται βαθιά μέσα στα πνευμόνια, αναγκάζει το χέρι να ξεκολλήσει από τα πλευρά· το χέρι μου μακραίνει, τα δάχτυλα τυλίγονται γύρω από το κλειδί, το στρίβουν. Η πόρτα υποχωρεί. Το φως του ήλιου βρίσκει χώρο και πέφτει στους τοίχους, στο πάτωμα, σχηματίζει ένα μονοπάτι. Καθώς βαδίζω πάνω του, τα μάτια μου γλιστράνε στους κροτάφους. Από εκείνο το σημείο μπορώ να δω ένα φόρεμα της μητέρας να είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι της. Οι αστράγαλοι στρίβουν προς το μέρος του, τα δάχτυλα των ποδιών μού δείχνουν τον δρόμο. Φτάνοντας στο τέλος του δρόμου, το βάρος του σώματός μου με τραβά προς τα κάτω. Τα γόνατα λυγίζουν, το σώμα κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Τα δάχτυλα περπατούν πάνω στο στρώμα, οι παλάμες αγγίζουν το ύφασμα, τα νύχια χώνονται μέσα στις ραφές και γίνονται διάφανοι κόμποι· οι ώμοι στρίβουν μέσα στην κλείδωση, τα χέρια σηκώνονται ψηλά. Καθώς οι αγκώνες σπάνε, το ύφασμα ακουμπά στο πρόσωπό μου, λες και θέλει να διαπραγματευτεί μια ανταλλαγή με πράγματα που, ενώ δεν ζουν, είναι ακόμη ζωντανά. Δέχομαι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, στα ρουθούνια μου χώνεται το άρωμα της νοσταλγίας. Το άρωμα του φρέσκου βερίκοκου που μπορεί ακόμη να φαγωθεί.