Είναι η πρώτη μου μέρα στο ΙΕΚ και προσπαθώ να μη δείχνω πολύ αυστηρός, ούτε πολύ φιλικός, κατά βάση προσπαθώ να περνάω απαρατήρητος, κάτι που είναι μια χαρά αν είσαι μαθητής, μόνο που εγώ είμαι τώρα ο δάσκαλος. Στο γραφείο λέω γεια σε όλους, ύστερα με πλησιάζει ένας τύπος που δεν έχω ξαναδεί, φοράει πράσινο μπουφάν και μπότες, μοιράζει ένα κείμενο για τα δικαιώματα των εκπαιδευτών και μου λέει, συνάδελφε, αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματά μας και για μια σωστή παιδεία. Το κείμενο είναι γεμάτο ορθογραφικά λάθη, το διαβάζω μέχρι τη μέση, ύστερα το διπλώνω και το πετάω στην τσάντα μου. Η κοπέλα στη γραμματεία έχει γενέθλια, μας το ανακοινώνει την ώρα που μπαίνει, κρατώντας ένα τεράστιο κουτί με εκλεράκια που έχουν λιώσει, χτυπηθεί και ανακατευτεί στη διαδρομή. Μου προσφέρει ένα και με ρωτάει το όνομά μου, της λέω, δεν θέλω και Πάνος, κι εκείνη μου λέει, από Παναγιώτης φαντάζομαι. Χτυπάει το κουδούνι και ξεκινάω για την τάξη. Το μάθημα που θα διδάξω λέγεται Νομοθεσία Πληροφορικής και δεν έχω ιδέα τι ακριβώς αφορά, έψαξα στο ίντερνετ, σε ένα φόρουμ κάποιος ρωτούσε το ίδιο αλλά η συζήτηση γύρισε γρήγορα στα συναισθηματικά και στο πόσες φορές σεξ την εβδομάδα είναι οκέι. Ανεβαίνω στην τάξη, όπου γίνεται χαμός, προσπαθώ να συστήσω τον εαυτό μου, όμως κανείς δεν ακούει. Γενικά δεν έχω τι να πω, αφού δεν ξέρω τη διδακτέα ύλη και νομίζω πως δεν θα καταφέρω καν να συμπληρώσω σωστά το απουσιολόγιο. Αρχίζω να φωνάζω τα ονόματά τους από μια λίστα που μου δώσανε κάτω και που είναι γεμάτη λάθη, σβησίματα και σημειώσεις του τύπου λάθος, έχει φύγει ή ισχύει μόνο τις Τετάρτες. Αποφασίζω να φωνάξω όλα τα ονόματα αλλά κανείς δεν ακούει έτσι κι αλλιώς, οπότε το παίρνω απόφαση και χτυπάω το χέρι μου στην έδρα. Το μόνο αποτέλεσμα είναι μια κοκκινίλα στο δεξί μου χέρι, μένω και την κοιτάζω σαν χαζός, ύστερα αποφασίζω να σηκωθώ όρθιος. Τα παιδιά έχουν βασικά σχηματίσει τρία πηγαδάκια, ένα με αγόρια, ένα με κορίτσια και ένα ανάμεικτο. Υπάρχει και ένα αγόρι που κάθεται μόνο του στο πίσω θρανίο και φαίνεται να είναι ο μοναδικός που με προσέχει. Συνεχίζω να χτυπάω το χέρι μου στην έδρα και να λέω μονότονα, παιδιά, παιδιά, αλλά είναι προφανές πως πρέπει να πω κάτι άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσο λίγες επιλογές είχαν οι καθηγητές μου στο σχολείο, το στερεότυπο με ρουφάει σαν μαγνήτης και καταλήγω να ουρλιάζω, κάντε ησυχία παιδιά, κάντε ησυχία. Φοβάμαι πως ίσως καταλήξω να τους μιλάω για τον σεβασμό, τον σεβασμό στον εαυτό τους πάνω απ’ όλα, αλλά την τελευταία στιγμή η βαβούρα σταματάει, μάλλον κουράστηκαν, ή με λυπήθηκαν, ή ίσως αυτή να είναι η ώρα που σταματάνε έτσι κι αλλιώς. Αρχίζω να τους λέω μερικά πράγματα για τον εαυτό μου και μια κοπέλα σηκώνει το χέρι και με ρωτάει τι δουλειά κάνω και γιατί αποφάσισα να δουλέψω στα ΙΕΚ. Σκέφτομαι πως η σωστή απάντηση είναι δεν ξέρω και δεν ξέρω, αλλά λέω κάτι άλλο, κάτι που κάνει την κοπέλα να χάσει το ενδιαφέρον της, κι ύστερα ένας άλλος λέει, κύριε, τι ακριβώς είναι το μάθημα που θα κάνουμε; Αποφασίζω να παίξω το χαρτί του κουλ καθηγητή, και επιπλέον της ειλικρίνειας, μήπως ξέρω κι εγώ;, λέω. Δεν ακούγεται όπως θα ήθελα, κι έτσι συμπληρώνω ότι δεν μου έχουν δώσει ακόμα το διάγραμμα της ύλης, αλλά την επόμενη εβδομάδα θα το έχω οπωσδήποτε. Απευθύνομαι σε όλη την τάξη και τους λέω πως μπορούν να μου μιλάνε στον ενικό, δεν είμαστε σχολείο στο κάτω κάτω, είναι ενήλικοι. Κανείς δεν ενθουσιάζεται. Η πρώτη ώρα τελειώνει ανέλπιστα γρήγορα και στο γραφείο οι υπόλοιποι εκπαιδευτές με κοιτάνε με συμπόνια, η πρώτη σου ώρα, ε;, εντάξει, όλοι το έχουμε περάσει. Κάνω ένα νεύμα του τύπου, όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα, όλα είναι υπέροχα, και βγαίνω λίγο στο προαύλιο. Με πλησιάζει το αγόρι απ’ το πίσω θρανίο, μου λέει, κύριε, ρίχτε και καμιά αποβολή, δεν καταλαβαίνουν αλλιώς, εγώ του λέω, ε, όχι και αποβολή, δεν είστε παιδιά, εκείνος μου λέει, μα όλοι οι καθηγητές αυτό κάνουν, ακούστε με και μένα. Εντάξει, του λέω, και φεύγω αφού του υπενθυμίζω ότι μπορεί να μου μιλάει στον ενικό. Για τη δεύτερη ώρα αποφασίζω να δώσω τον λόγο στα παιδιά, τους ρωτάω πώς και επέλεξαν τα Logistics και δύο από αυτούς λένε ότι τα επέλεξαν κατά λάθος, επειδή νόμιζαν ότι είναι λογιστικά. Οι υπόλοιποι τα επέλεξαν κατά λάθος για άλλους λόγους. Η συζήτηση γυρνάει γρήγορα στα συναισθηματικά, μια κοπέλα είναι παντρεμένη και έγκυος, μία άλλη με ρωτάει αν έχω σχέση. Λέω πως δεν έχω, προσπαθώ να προσδώσω ένα ενδιαφέρον στην όλη κατάσταση, να δείξω ότι δεν είμαι από αυτούς που θα εξέθεταν τις γυναίκες με τις οποίες κοιμούνται από δω κι από κει. Ύστερα της λέω πως μπορεί να μου μιλάει στον ενικό. Το μάθημα τελειώνει και στο γραφείο ρωτάω τη διευθύντρια πότε θα είναι έτοιμο το διάγραμμα ύλης. Παίρνει κάτι τηλέφωνα κι ύστερα μου λέει πως θα αργήσει, κανένα δίμηνο περίπου. Αναρωτιέμαι τι θα κάνω κι εκείνη μου λέει, θα πρέπει να το βρείτε από κάπου άλλου, δοκιμάστε απέναντι στο βιβλιοπωλείο, μπορεί να είστε τυχερός. Στο βιβλιοπωλείο, ο υπάλληλος προσπαθεί να καταλάβει για ποιο μάθημα του μιλάω, νομοθεσία τι;, ύστερα με ρωτάει το τμήμα, logistics, logistics, μονολογεί, λογιστικά δηλαδή, όχι λογιστικά του λέω, logistics, είναι άλλο. Τελικά παίρνει κάτι τηλέφωνα και μου λέει πως θα το έχει στην αρχή της επόμενης εβδομάδας και ότι θα κοστίσει δώδεκα ευρώ. Μην αγχώνεσαι, μου λέει, νέος είσαι ακόμα, είκοσι εφτά, είκοσι οχτώ, πόσο είσαι; Την άλλη βδομάδα κλείνω τα τριάντα, απαντάω και όπως το λέω το ακούω κι εγώ, και είναι κάπως. Τριάντα ε;, λέει, η ηλικία των αλλαγών, κι ύστερα μου δίνει την κάρτα με το τηλέφωνό του και μου λέει να τον πάρω την επόμενη βδομάδα και χαμογελάει, που θα είσαι τριάντα χρονών, τονίζει, κάτι που του φαίνεται αστείο, και ξεκαρδίζεται με το αστείο αυτό. Οπότε φεύγω και πηγαίνω προς το αυτοκίνητο, στον δρόμο συναντώ το αγόρι απ’ το πίσω θρανίο, καλή ξεκούραση, μου λέει, γεια σας, γεια σας, δεν είμαι κουρασμένος, του απαντώ, κι ύστερα φεύγει κι εγώ μπαίνω στο αυτοκίνητο κι ακόμα μονολογώ, δεν είμαι κουρασμένος, δεν είμαι κουρασμένος, κάτι άλλο είμαι, λέω, κάτι άλλο, αλλά τι.