Χρυσόστομος Τσαπραΐλης: Πρακτικά διανύσματα

«Κάθε λεπτό, περίπου 250 άνθρωποι γεννιούνται στον πλανήτη, και κάτι περισσότερο από 100 πεθαίνουν. Δε θυμάμαι που και πότε άκουσα πρώτη φορά αυτήν την πληροφορία – πρέπει να ήταν κάποια στιγμή στα σχολικά μου χρόνια. Ίσως οι αριθμοί να ήταν μικρότεροι τότε, όμως λίγη σημασία έχουν οι λεπτομέρειες. Η ουσία, που έχει να κάνει με το ότι είναι πρακτικά αδύνατο να γεννηθείς ή να πεθάνεις πραγματικά μόνος, είναι κάτι που δεν ξέχασα ποτέ.

Λίγο αργότερα, στις δύο αυτές συλλογικές δραστηριότητες, τη γέννηση και το θάνατο, προστέθηκε το σεξ (ανά πάσα στιγμή είναι αρκετά τα άτομα που ερωτοτροπούν στον πλανήτη) και το φαγητό. Το δεύτερο με οδήγησε στο σταυροδρόμι της γενίκευσης: σίγουρα είναι λεγεώνα όσοι ανά πάσα στιγμή τρώνε. Αν όμως λάβουμε υπόψιν το είδος του φαγητού, τότε οι πιθανότητες μαζικής ταύτισης μειώνονται. Ένιωθα την κρυφή ελπίδα πως αν ικανοποιούσα την πείνα μου με παράδοξες, απαγορευμένες μπουκιές, κανείς δε θα μου έκλεβε τη μοναδικότητα της στιγμής. Παρομοίως με το ζήτημα του θανάτου: υπάρχουν μυριάδες πιθανοί τρόποι απώλειας της ζωής, έστω κι αν καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά τον παθόντα. Ένας θάνατος από ανακοπή καρδιάς πόση σχέση έχει με έναν αποκεφαλισμό από μια απότομα εκτινασσόμενη κεραία τρόλεϊ που ξέφυγε από τη θέση της; Έφτασα να θεωρώ δυο πράξεις ταυτόσημες μονάχα αν ήταν φαινοτυπικά όμοιες, ασχέτως των περιβαλλοντικών συνθηκών. Και πάλι όμως ο ανθρώπινος πληθυσμός είναι τεράστιος, πνίγει τη μοναδικότητα.

Δίχως να το καταλάβω, η θέαση κάθε ταινίας, η ακρόαση οποιουδήποτε δίσκου, κατέληξε να αποκτά ένα επιπλέον επίπεδο – το μυαλό μου αγωνιούσε για το αν υπήρχε κάποιος σε όλη τη γη που εκείνη τη στιγμή είχε βάλει την ίδια ταινία ή την ίδια μουσική, κάποιος που έπαιζε το ίδιο παιχνίδι την ίδια ώρα με εμένα. Άρχισα να ψάχνω για δυσεύρετη τέχνη, θέλοντας να αφήσω μια πρωτότυπη μελανιά στο χωροχρονικό συνεχές. Παράλληλα όμως σκεφτόμουν πως αν υπάρχει κάποιος αρκετά μερακλής ώστε να βλέπει, για παράδειγμα, το βραζιλιάνικο At Midnight I’ll take your Soul στις τρεις το βράδυ ώρα Ελλάδας, τότε είναι σίγουρα άξια συντροφιά.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν σταματήσει εκεί, ως μια ενδιαφέρουσα πλην αναπόδεικτη θεωρία που χρωματίζει την οπτική κάθε δραστηριότητάς μου. Πριν δυο χρόνια όμως βρήκα έναν καθρέφτη που μια βαθιά ματιά στη σκούρα επιφάνειά του αρκούσε για να μου αποκαλύψει κάποιο άτομο που εκείνη τη στιγμή έκανε την ίδια δραστηριότητα με εμένα. Ενώ στον υπολογιστή έπαιζε το ένατο επεισόδιο του Firefly, έριχνα κρυφές ματιές στο μελανό κάτοπτρο κι έβλεπα μια μορφή σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο να βλέπει το ίδιο – πάταγε μάλιστα παύση όταν πατούσα κι εγώ, έτσι ώστε το χρονικό ξεδίπλωμα της σειράς να παραμένει το ίδιο. Ένα πρωί που κοίταζα την ψηφιακή αναπαράσταση της Ρώμης στο ξεχασμένο SPQR adventure game του 1996, είδα στα μελανά βάθη του καθρέφτη μια κοπέλα να κάνει το ίδιο στο δικό της υπολογιστή.

Είδα πως οι σύντροφοί μου αυτοί ήταν παντού, σε κάθε κάρφωμα καρφιού, σε κάθε βέλος που μπορεί να έριχνα μαντικά προς το μεσημεριανό ήλιο. Καμία πράξη δεν ήταν ανέγγιχτη. Ήμασταν τυχαία πρόσωπα που υπακούαμε ασυνείδητα στις επιταγές μιας ασφυκτικής συγχρονικότητας, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική φύση του είδους, η οποία διέτρεχε ακόμη και τη φαντασιακή σπανιότητα των ασχολιών μου.

Αναρωτιόμουν κατά πόσο οι άνθρωποι που έβλεπα στον καθρέφτη έκαναν ό,τι έκαναν εξαιτίας μου. Έλεγχα ασυνείδητα κάποιο διάστημα της ζωής τους απλά επειδή αποφάσιζα να κάνω κάτι; Μήπως καμιά από τις πράξεις μου δεν είχε πηγή εμένα, και αόρατα νήματα με κινούσαν, νήματα που έφταναν σε καθεμιά από τις μορφές που έβλεπα στον καθρέφτη; Ίσως εν τέλει ο ζητούμενος μαριονετοπαίκτης ήταν ο ίδιος ο καθρέφτης.

Από τη μια άρχισα να απολαμβάνω τη συγκεντρωμένη δύναμη που αποπνέει μια διπλασιασμένη πράξη – η καθημερινότητα αποκτούσε τελετουργική χροιά. Τα δάχτυλά μου χτύπαγαν ρυθμικά τη ζύμη όταν έφτιαχνα ψωμί, και ένιωθα μέσα απ’ τον καθρέφτη τα χτυπήματα άλλων, μακρινών ζυμωτών, σαν τύμπανα ιεροτελεστίας. Εστίαζα το βλέμμα στο δεύτερο άστρο της ουράς της Μεγάλης Άρκτου ψάχνοντας για το δυσδιάκριτο ταίρι του, κι άκουγα τον κρυστάλλινο ενθουσιασμό της εύρεσης από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ξεκίναγα μονάχος την απαγγελία μαγικών επωδών, τμημάτων μιας επίκλησης που απαιτούσε συμμετοχή δύο ατόμων. Ήξερα πως κάποιος, κάπου στην επιφάνεια του πλανήτη, θα με συμπλήρωνε – όπως κι έγινε· έτσι εξωθήσαμε το ίδιο πνεύμα να υλοποιηθεί ταυτόχρονα σε δυο σημεία του πλανήτη.

Από την άλλη, συνέχισα το σκάψιμο στο δοχείο με τις ευφάνταστες δραστηριότητες, επιθυμώντας να φτάσω στο μυστικό κατόρθωμα που δε θα είχε σκεφτεί άλλος. Αναπόφευκτα πραγματοποίησα ακραίες πράξεις, προσπαθώντας να δω πόσο μακριά μπορούσα να εξωθήσω τον κόσμο. Κόβοντας ένα κομμάτι από το αυτί μου είδα στον καθρέφτη ένα παιδί να κάνει το ίδιο στο λοβό του με ένα μεγάλο πορτοκαλί ψαλίδι – αργότερα άκουσα για αυτό στις ειδήσεις, πως ήταν κάπου στα βόρεια παράλια της Ολλανδίας. Όταν σκότωσα κάποιον περαστικό σε ένα ωχρό αφέγγαρο στενό, πετώντας μια στρογγυλεμένη πέτρα στο κεφάλι του, είδα στον καθρέφτη πλάι μου έναν όμορφο μαύρο γέρο να κάνει το ίδιο σε ένα ηλιόλουστο χωράφι της Μέσης Ανατολής. Πριν χαθεί μου φάνηκε πως χαμογέλασε γνώριμα, κοιτώντας προς τη μεριά μου.

Εν τέλει παραιτήθηκα. Αποφάσισα πως η φιλοσοφική λίθος της μοναδικότητας ήταν φευγαλέα. Συνειδητοποίησα πως είμαι ένα σύνολο πρακτικών διανυσμάτων, ένα κουβάρι από είδωλα που καθρεφτίζονται αέναα μεταξύ σωμάτων και ονομάτων. Άφησα την προσωπικότητά μου να διαλυθεί μέσα στα νήματα των συνδέσεων με τους εν μίμηση συντρόφους μου, να διαθλαστεί σε γωνίες θέασης του καθρέφτη, να αναλυθεί σε ψυχομετρικές μονάδες μέτρησης, και να κουρνιάσει στις σκεπτομορφές κάθε υποκουλτούρας που είχε αγγίξει την ψυχή μου με τα νύχια της συντροφικότητας. Κρύφτηκα δια παντός σε κάθε δήθεν μοναχική προβολή του Dead of Night, σε κάθε ακρόαση της κασέτας του Ånden som gjorde opprør μέσα στο σκοτάδι, σε κάθε τελετουργικό κατέβασμα μαχαιριού προς την κατεύθυνση του Βορρά.»

Αυτή είναι η μετάφραση της αραχνοΰφαντης γραφής που καλύπτει την επιφάνεια του μαύρου λίθου με τη γυαλιστερή σαν καθρέφτη επιφάνεια. Βρίσκεται αυτούσια στην επιγραφή που συνοδεύει το έκθεμα, το οποίο ο αλχημιστής Μιζάρ δώρισε στο αλχημιστικό μουσείο του φεγγαριού στα μέσα του 21ου αιώνα, παρουσιάζοντάς το ως τη μια πραγματική και μοναδική φιλοσοφική λίθο.

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print