Σοφία Μπραϊμάκου: Από στιγμή σε στιγμή

Όσο κι αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να φέρω στο νου όλα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα με σαφήνεια. Αν είχα φάει σύκα ή γλυκό σταφύλι για πρωινό, αν είχα προχωρήσει στη μελέτη του πιάνου, αν καταπιάστηκα με το κέντημα. Αυτό που θυμάμαι καθαρά είναι πως οι ουασιγκτόνιες είχαν ψηλώσει τόσο που μπορούσα να κοιτάζω τα πιο ψηλά κλαδιά τους χωρίς να κλείνω τα μάτια μου από το φως.

«Είναι επεκτατικά δέντρα», είπε ο χερ Γιόναν που προπορευόταν από τους υπόλοιπους «με εμφανές σύνδρομο γιγαντισμού και επιρρεπή στους ζυμομύκητες κάντιντα».

«Ο χερ Γιόναν μας διασκεδάζει με τις θεωρίες του για τα δέντρα», είπε η μητέρα κι αμέσως μετά κάλεσε τη Μπεθ να φορέσει τη ζακέτα της, μια λεπτή, κίτρινη ζακέτα πλεγμένη με το βελονάκι που φώτιζε όμορφα τα μεγάλα κεχριμπαρένια μάτια της.

«Μην ξεγελιέστε κορίτσια από το φως. Το πάρκο είναι γεμάτο υγρασία κι έχει ψύχρα πολύ για την εποχή», είπε φτιάχνοντας τον γιακά του κοριτσιού κι εμείς παραδειγματιστήκαμε και φορέσαμε και τις δικές μας. Η δική μου ήταν ροζ με λευκά τριαντάφυλλα, ενώ της Κάτιας λιλά με μικρές τρυπούλες που άφηναν ακάλυπτο το κάπως μελαμψό δέρμα της.

Πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι με τα λιθόκτιστα σκαλιά που έβγαζε στο παλιό, πέτρινο γεφυράκι κι εκεί για λίγο σταματήσαμε. Η μητέρα κοίταξε πέρα μελαγχολικά και πήρε μια μεγάλη αναπνοή την οποία κράτησε κάμποσο μέσα της. Όταν την έβγαλε, ο αέρας σχημάτισε ένα αφράτο σύννεφο που ταξίδεψε προς την κοιλάδα. Μια έκταση γεμάτη πανύψηλα δέντρα με διακλαδώσεις που σβήνανε στα σύννεφα και ένα ριζικό σύστημα που χάνονταν κάτω από τα νερά του Ιλισού, τριαντάφυλλα σε σπάνιες γαλαζωπές και μοβ αποχρώσεις και άγρια χρυσάνθεμα που ρουφούσαν λαίμαργα το αρχαίο φως και με πίστη το ακτινοβολούσαν στα μήκη και τα πλάτη. Ένας ιμπρεσιονιστικός καμβάς που έσφυζε από τα χρώματα και τους ήχους που έβγαζαν οι μόνιμοι κάτοικοί του· το κρώξιμο των βατραχιών, τα κελαηδήματα των ωδικών παπαγάλων, τα χαριτωμένα ουρλιαχτά των λεμούριων και των Κατάρρινων του Παλαιού Κόσμου, όλα καθόντουσαν σαν λεπτές βελονιές σε αυτό το θαυμαστό εργόχειρο, διατυμπανίζοντας τη θέση τους στην ονειρική Εδέμ.

Ο χερ Γιόναν κοιτούσε τη θέα με τα κιάλια που είχε κρεμασμένα στον λαιμό του. Κάθε τόσο, γύριζε το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά κι αυτή η κίνηση τον έκανε να μοιάζει με ένα περίεργο, κουρδιστό πουλί, αφήνοντας επιφωνήματα που πρόδιδαν βεβαιότητες και συμπεράσματα που δεν τα καταγελούσε κανείς, ούτε καν η επιστημονική παρατήρηση για χάρη της οποίας ταξίδευε στα πιο μακρινά μέρη της γης. Ύστερα, έβγαζε ένα φθαρμένο, δερμάτινο τετράδιο και σε αυτό κρατούσε σημειώσεις, γράφοντας λέξεις κι ονόματα στα λατινικά κι υπολογίζοντας με μαθηματικές πράξεις τα μυστικά του σύμπαντος κι ήξερες πως ακόμα και αν δεν ήταν εξερευνητής από τη γέννηση ως την τελευταία του πνοή, δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Η Κάτια από πίσω του περιέστρεφε κι εκείνη το κεφάλι της πέρα δώθε κι έπαιρνε βαθυστόχαστες γκριμάτσες και ήταν τόσο αστεία όπως τον παρίστανε γιατί η μικρή Μπεθ ξεκαρδιζόταν, ενώ η μητέρα, όσο και να την τσιμπούσε για να σταματήσει, πιστεύω πως κατά βάθος ήθελε να γελάσει κι αυτή.

Κατηφορίσαμε προς την πλαγιά. Στο σημείο αυτό η διαδρομή είχε δυσκολέψει, καθώς έπρεπε να ακροβατούμε πάνω στις γλιστερές πέτρες που προεξείχαν από τα τρεχούμενα ρυάκια. Aπό ψηλά έμοιαζαν με τις φουσκωμένες φλέβες ενός παλλόμενου κορμιού. Η μητέρα κρατούσε με το ένα της χέρι την Μπεθ επειδή ήταν η μικρότερη και με το άλλο μια τεράστια κλειστή ομπρέλα, τη μύτη της οποίας κάρφωνε μέσα στο νερό. Ο χερ Γιόναν προπορευόταν ανοίγοντας δρόμο με ένα μεγάλο κλαδί, ενώ εγώ με την Κάτια ακολουθούσαμε λίγο πιο πίσω, σκουντώντας και σπρώχνοντας η μία την άλλη. Φτάνοντας, η μητέρα έπιασε θέση στον ίσκιο μιας υπεραιωνόβιας ελιάς και ξάπλωσε κατάχαμα απλώνοντας το φόρεμά της που είχε βραχεί στις άκρες. Ο χερ Γιόναν κάθισε δίπλα της αμίλητος, ρεμβάζοντας για ώρα τις ελιές, τα μεγάλα πλατάνια, τις βελανιδιές, και τα πορτοκαλιά εσπεριδοειδή. Κι όπως κοιτούσε σιωπηλός το αποτύπωμα της φύσης στον κόσμο, πήρε το χέρι της στα δυο του χέρια, το πλησίασε στο πρόσωπό του και το φίλησε. Η Μπεθ, πεσμένη στα πόδια της μητέρας είχε μόλις αποκοιμηθεί αφήνοντας από τη χούφτα της να γλιστρήσει ένας μικροσκοπικός βάτραχος κι εγώ, καθισμένη στην άλλη άκρη, διέκρινα τα σκούρα μάτια της Κάτιας να σκοτεινιάζουν και να γίνονται πίσσα από τη ζήλεια που ο πατέρας της άγγιζε και φιλούσε ξένο γυναικείο χέρι.

Όσο περνούσε από το δικό της, δεν θα γινόμασταν ποτέ αδερφές.

«Δεν θα με πιάσεις», φώναξε κι έφυγε σαν αστραπή. Πετάχτηκα με μιας κι άρχισα να τρέχω κι εγώ ιχνηλατώντας τη μυρωδιά που άφηναν τα χνάρια της στον αέρα. Κάθε τόσο, ξετρύπωνε πίσω από έναν μεγάλο κορμό, έλεγα πως την έφτανα, μα στη στιγμή χανόταν και πάλι σαν να της ήταν τα μονοπάτια γνώριμα από παλιά. Άκουγα το σπαρταριστό γέλιο της να αντηχεί ανάμεσα στα δέντρα και δεν σταματούσα ούτε στιγμή να τρέχω κι ας ήμουν λαχανιασμένη και κατάκοπη, κι ας ένιωθα το αίμα μου να έχει μαζευτεί όλο στη φλέβα του μετώπου μου που σφυροκοπούσε, μέχρι που άκουσα το γέλιο της να σμίγει με ένα σμήνος παπαγάλων που βούτηξαν χαμηλά στον γκρεμό για να υπερυψωθούν ξανά στην άλλη άκρη της πλαγιάς. Δεν την άκουγα πια, μα δεν σταμάτησα να τρέχω ξοπίσω της, ούτε όταν άκουσα από μακριά τη φωνή της μητέρας και του χερ Γιόναν, ούτε όταν είδα τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου να σβήνουν κι αυτές, σα να θέλανε να μας προειδοποιήσουν πως σε πολύ λίγο το σκοτάδι θα απλωνόταν στην κοιλάδα. Πως από στιγμή σε στιγμή θα βράδιαζε για πάντα.

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print