Ήθελες να ζήσεις απομονωμένη, γιατί σκεφτόσουν πώς να φτάσει κανείς τη ζεστή οικειότητα, αυτή την ύψιστη ευτυχία, όταν είναι τόσο εύκολο να φτάσει εκεί που έφτανες εσύ κάθε φορά, στη μέση δηλαδή ενός στενού αδιέξοδου δρόμου, όπως ακριβώς αυτός που κατέληξες και πάλι σήμερα στο τέλος μιας αλήτικης και νηστικής, κυρίως νηστικής –αυτό είναι πάντα το βασικό σου πρόβλημα– μέρας, μιας ατελείωτης, αλήτικης και νηστικής μέρας σε αυτό τον τόσο στενό και τόσο αδιέξοδο δρόμο, που νόμιζες πως κάπου θα σε έβγαζε, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερες ήταν να πέσεις επάνω στο γνωστό εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο που κουνιόταν ρυθμικά, θορυβώντας ακριβώς τόσο δυνατά όσο το άδειο σου στομάχι. Και είναι αλήθεια ότι, με το που κατάλαβες ότι πάλι έτσι θα την έβγαζες, να παρηγοριέσαι με τις μυρωδιές από ψάρια βραστά, ψητά, τηγανητά, ψάρια ογκρατέν, πλακί, ψάρια του γλυκού νερού, της Μεσογείου ή του Ατλαντικού Ωκεανού, βλέποντας τους σεφ μέσα στη δική τους θαμπή υποκίτρινη κουζίνα να βράζουν, να ψήνουν και να τηγανίζουν, σκέφτηκες να φύγεις, να στρίψεις, να την κάνεις για κανένα διπλανό στενό, σέρνοντας τα κουρασμένα σου πόδια, εκείνα τα πόδια που έχουν αποδειχθεί στυλοβάτες σου σε βουτιές από τον δεύτερο, τον τέταρτο, μια φορά και από τον έβδομο, όταν ήσουν νεότερη.
Τώρα όμως έχεις μεγαλώσει και οι συγκινήσεις σου περιορίζονται στην παρακολούθηση όσων εκτυλίσσονται μπροστά σου σε αυτόν τον σκοτεινό στενό δρόμο που κατέληξες πάλι σήμερα, εκεί όπου βρίσκεται η πίσω πόρτα του ακριβού εστιατορίου, εκεί που το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο θορυβεί κινούμενο ρυθμικά από δύο τόσο διαφορετικά από εσένα πλάσματα, που όμως αυτό που κάνουν, γιατί κάτι κάνουν, αυτό είναι βέβαιο, δείχνει οικείο και σ’ εσένα που είσαι διαφορετική, ενώ ο τρόπος που το κάνουν, είναι απολύτως αβέβαιο αν περιλαμβάνει ζεστασιά και ευτυχία. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Τίποτα. Μπορείς μόνο να κάθεσαι εκεί, ακίνητη, να τους κοιτάς, αφού αυτοί δεν σε έχουν δει, αλλά και να σε είχαν δει, δεν θα υπήρχε καμία διαφορά, πράγμα το οποίο ακούγεται βέβαια περίεργο, αλλά ξέρουν κι αυτοί, όπως ξέρεις κι εσύ, ότι αυτό που είσαι δεν τους απειλεί, θα τους απειλούσε μόνο αν ήταν ψάρια ή καναρίνια ή περιστέρια ή ακόμα και μικρά γλυκά τραγανά ποντίκια, τα οποία θα μπορούσαν να σταματήσουν τον ήχο του άδειου σου στομαχιού αλλά και του ρυθμικά κινούμενου εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου, αφού αυτά τα δύο τόσο διαφορετικά από εσένα πλάσματα, αίτια της ρυθμικής εγκαταλελειμμένης κίνησης, θα τα είχες φάει.
Γιατί είναι αλήθεια ότι πεινάς. Πεινάς πολύ. Και κουράστηκες να πεινάς. Κουράστηκες γιατί δεν είσαι πια τόσο νέα, ώστε να μπορείς με άνεση να επιδίδεσαι, ακόμα και νηστική, σε ασχολίες που κάνουν εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα να κουνιούνται ρυθμικά. Τώρα όχι. Τώρα θέλεις να φας. Είχες μια πολύ δύσκολη μέρα και, αν σε κοιτούσαν έστω για λίγο και αυτοί, θα το έβλεπαν αμέσως. Θα έβλεπαν εκείνο το παλιόπαιδο που διακέδαζε τυλίγοντας γύρω σου την κλωστή του ξεχειλωμένου μανικιού του, ξεγελώντας σε με εκείνο το μυρωδάτο πιάτο γάλα, που του ήταν πραγματικά άχρηστο αλλά στο τέλος δεν σου το έδωσε, το τσαλαβούτημά σου στις γεμάτες νερό λακκούβες μετά από εκείνη την ατελείωτη βροχή, την οποία υπέμεινες κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, που όμως πολύ γρήγορα ο ιδιοκτήτης του μετακίνησε αφήνοντάς σε ακάλυπτη, εκείνο τον ηλίθιο κοκκινοτρίχη που σε στριμώχνει όπου σε πετύχει, αλλά ποτέ δεν μοιράζεται μαζί σου τη λεία του, τη συμμορία σκύλων που έχουν αποκλείσει ολόκληρη την περιοχή της αγοράς, κρατώντας για τους εαυτούς τους ό,τι απομένει από τους πλουσιοπάροχους πάγκους και τις ξεχειλισμένες σακούλες που κρατούν περπατώντας γρήγορα, αχάριστα, αχόρταγα διαφορετικά από εσένα πλάσματα. Πλάσματα σαν αυτά, τα οποία βρέθηκαν μπροστά σου αυτή τη δύσκολη νύχτα μετά από μια δύσκολη μέρα, που δεν σου πρόσφερε τίποτα περισσότερο από ένα άδειο στομάχι, υγρασία και υποταγή.
Άρχισε πάλι να βρέχει. Το νερό τρέχει πάνω στο κεφάλι σου, μπαίνει στ’ αυτιά σου, στάζει απ’ το μουστάκι σου. Πηγαίνεις κάτω από το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, κάθεσαι πάνω στα λυγισμένα σου γόνατα, βυθίζεις τον λαιμό σου στο μισοβρεγμένο σου τρίχωμα και κλείνεις τα μάτια ελπίζοντας να συνεχίσει να κουνιέται ρυθμικά για λίγο ακόμα, τουλάχιστον μέχρι να κοπάσει η βροχή.