Δημήτρης Καρακίτσος: Στις καλαμιές, πίσω απ’ το βενζινάδικο, μια μονομαχία

Γιατί κλαις; Για τον νεκρό. Ποιον νεκρό; Για τον πατέρα ενός φίλου μου. Πότε πέθανε; Πριν από λίγες ώρες, με προκάλεσε σε μονομαχία. Και; Τον πυροβόλησα. Το βενζινάδικο  λίγο έξω από τους Λιαπάδες ήταν δικό του. Ο γιος του (άραγε, ο καλός μου φίλος τι θα σκέφτεται τώρα;) είναι καθυστερημένος. Όλα έγιναν για το τίποτα, για μια παρεξήγηση.

Η ιστορία πατέρα και γιου

Στον ίσκιο του βενζινάδικου, σε ένα ντιβανάκι κολλημένο στον τοίχο το οποίο  μύριζε χώμα, ο νεαρός νανουριζόταν από τα τζιτζίκια και τα φύλλα της συκιάς. Ο γέρος έπινε καφεδάκι σε μια καμαρούλα μπροστά – πάντα με τη μυγοσκοτώστρα στα χέρια. Ήσυχη η ζωή τους. Στην παλιά στάση του λεωφορείου στάλιαζε ο φίλος μου, περιμένοντας το αγροτικό ενός συγχωριανού περιβολάρη. Γύριζε στο βενζινάδικο θεονήστικος, μετά τις δυο. Ο πατέρας του είχε ντομάτες και πιπεριές σε γλάστρες. Τηγάνιζαν γαύρο και τρώγανε, μια φορά με κάλεσαν μαζί τους. Ηλιοβασιλέματα, βροχές, καύσωνες: ταράζοντας την πασίδηλη ακινησία της ζωή τους, περνούσα να φουλάρω το ταξί μου μια στις τόσες. Χάριζα στον γιο περιοδικά κι αυτός βολευόταν στο ντιβάνι. Μόνο για περιβόλια μιλούσε, για άλογα δεμένα σε παλούκια, για μύγες, οχιές και αράχνες. Οι προτάσεις του μου θύμιζαν τα ντουλάπια του πατρικού μου σπιτιού.

Η παρεξήγηση

Έγινε περί όνου σκιάς. Τάβλι παίζαμε, γέλασα για τα διαδοχικά του ασσόδυο, το γέλιο μου  προκάλεσε την έκρηξη του γέρου, που ήρθε από την άλλη μεριά του βενζινάδικου αναψοκοκκινισμένος.

Η μονομαχία

Αναψοκοκκινισμένος και βρίζοντάς με σαν εχθρό. Με απείλησε και κρύφτηκε ξανά στο βενζινάδικο. Βγήκε φορώντας μπέρτα και ημίψηλο της αποκριάς. Τα πιστόλια όμως στο κουτί δούλευαν, ήταν κληρονομημένα από κάποιον θείο, είπε. Διάλεξα αυτό με την κάνη στραμμένη στον αντίπαλό μου. Πολύ ωραία, είπε, και πέταξε στα πόδια μου ένα ολόιδιο ημίψηλο. Ήμασταν γελοίοι. Με βερμούδες, πλάτη με πλάτη, και λαστιχένιες σαγιονάρες, κατόπιν μετρήσαμε δέκα βήματα,  τα κλαδιά μιας πορτοκαλιάς έγλειφαν τους ώμους μου. Ο γέρος πυροβόλησε πρώτος. Ένιωσα τη σφαίρα ξυστά στο  μπράτσο.  Θα μπορούσα να εξαφανιστώ και να τους ξεχάσω, ωστόσο σήκωσα το πιστόλι και σημάδεψα.  Ο φίλος μου, ίδιος με αλυσοδεμένο σκύλο, κόντευε να κοιμηθεί πάνω στο σακί που είχε καθίσει. Στα χέρια του ξεψύχησε ο γέρος, στα στεγνά χαλίκια. Βοήθησα τον φίλο μου να τον θάψει, μετά τραγουδήσαμε ένα παλιό κερκυραϊκό τραγούδι. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Λίγες ώρες μετά

Είδα τον φίλο μου στην άκρη του δρόμου, με ένα αναψυκτικό στο χέρι. Έκανα στην άκρη με το ταξί, αλλά με προσπέρασε, βάδιζε όπως βαδίζει πάντα: σκυφτός.

   Σκυφτός, χωρίς να απαντά, στάθηκε στην παλιά στάση του λεωφορείου περιμένοντας το αγροτικό.   

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print