Πεθύμησα μια ανθρωπόπιτα, όπως παλιά. Μια παραδοσιακή, ροδοψημένη, παχιά, λιπαρή ανθρωπόπιτα. Βαρέθηκα πια κάθε μέρα την κινόα και την σκληρή ισότητα που ώρες ώρες από το πόσο στεγνή είναι, σου στέκεται στο λαιμό. Στην κατάψυξη είχα μόνο ένα σακουλάκι βολβούς ματιών και λίγη αξιοπρέπεια. Χρειαζόμουν φύλλο για το φύλο και μια καρδιά για την γέμιση. Στη λαϊκή της γειτονιάς μου τα Σάββατα πουλάνε όλων των ειδών τις καρδιές. Καρδιές μαρουλιών, καρδιές από αγκινάρες, καρδιές καρπουζιών. Εάν πας, όμως, πρωί θα βρεις τις πιο φρέσκιες ανθρώπινες καρδιές – μόνο λίγο χτυπημένες από τον έρωτα. Για την πίτα μου αγόρασα μιας κοπέλας που το αγόρι της την χώρισε δίχως ίχνος εξήγησης. Θα πρέπει να ήταν μικρή, από αυτές τις παχουλές με τα γυαλιά και την ροζάρια στα μάγουλα γιατί η καρδιά της αν και αφράτη, στο βάθος ήταν σκληρή από την κούραση. Αποφάσισα να φτιάξω την ανθρωπόπιτα την επόμενη μέρα ώστε να αφήσω την καρδιά να σιτέψει λίγο ακόμη. Την επόμενη ημέρα, όμως, δεν είχα πια όρεξη για ανθρωπόπιτα και μέχρι το μεσημέρι που πείνασα αρκετά αναρωτιόμουν πώς να την μαγειρέψω. Να την έβαζα σε μια σαλάτα ή να την έκανα ψητή σε κάποια σάλτσα;
Τελικά, ζέστανα στον φούρνο μικροκυμάτων λίγη πολιτική ορθότητα που μου είχε περισσέψει από ένα δείπνο με φίλους τις προάλλες και η καρδιά σάπισε μέσα στην σακούλα στο ψυγείο – ξεχασμένη ξανά για ακόμη μια φορά στην σύντομη ζωή της.