Τα κεφάλια τους τα φυλάει στο συρτάρι σε ένα κουτάκι γαλάζιο. Χαρτονένιο. Είναι πάρα πολλά, άλλα γελάνε, άλλα έχουν θυμωμένα πρόσωπα. Άλλα είναι ξαφνιασμένα. Το κουτάκι το έχει από την βάφτιση του μικρού, του αρέσει να το κουνάει δίπλα στο αυτί του, τα κεφάλια από μέσα κροταλίζουν. Όλα τα υπόλοιπα, σώματα, καπέλα, μαλλιά, όπλα, βατραχοπέδιλα, ψάρια, πιάτα, πυροσβεστήρες, σπαθιά, κασέλες, λουλούδια, κρανία, τηλεκοντρόλ, φίδια, τα έχει όλα μαζί σε ένα διάφανο κουτί ανακατεμένα το ένα με το άλλο κι έτσι αυτό που θέλει δεν το βρίσκει αμέσως αλλά μετά από μέρες. Τα κεφάλια βέβαια αν χαθούν δεν βρίσκονται πάλι. Έτσι έγινε και με το κεφάλι ενός μωρού, το έχασε και δεν το ξαναβρήκε. Το σώμα του το ‘βαλε μερικές φορές καθιστό δίπλα σε μια μαμά με κολιέ, γελαστό πρόσωπο και μαλλιά μαύρα, μετά το παράτησε.
«Μάζεψέ τα όλα, τώρα αμέσως», λέει η μαμά. «Θα τα καταπιεί ο μικρός και θα πνιγεί».
Σηκώνει τον μικρό στην αγκαλιά της και τον πάει στο άλλο δωμάτιο μέχρι αυτός να μαζέψει όλα τα κομματάκια από το πάτωμα.
«Κι έλα να φας το φρούτο σου».
Η μαμά είναι πολύ ψηλή, όταν είναι όρθια σχεδόν ακουμπάει στο ταβάνι. Την βλέπει που κάνει στον μικρό αστείες φάτσες. Τα μαζεύει όλα γρήγορα, τα ρίχνει μέσα στο διάφανο κουτί τους, κάπου στον πάτο πρέπει να έχει βουλιάξει το μωρό χωρίς κεφάλι.
Στο σχολείο οι πρώτες μέρες είναι γεμάτες από παιδιά. Το πρόσωπο της δασκάλας τους κοιτάζει έναν- έναν, τους γελάει, τους μιλάει, τους λέει να μην σηκώνονται και τρέχουν γύρω γύρω. Το πρόσωπό της γυρίζει στον πίνακα, τώρα βλέπουν τα μαλλιά της, είναι λίγο μακριά, μερικές φορές τα κάνει κοτσίδα ή τα πιάνει ψηλά με κάτι, μια φορά τα έπιασε με ένα μολύβι. Βλέπουν το λαιμό της. Η δασκάλα περνάει ανάμεσα στα θρανία, του χαϊδεύει τα μαλλιά, ξεφυλλίζει το τετράδιό του. Βλέπει τα δάχτυλά της. Μοιάζουν με της μαμάς.
Η δασκάλα τους λέει να ζωγραφίσουν την τάξη τους. Την φτιάχνει κι αυτήν στο χαρτί, της βάζει ένα φόρεμα γαλάζιο και μαλλιά μακριά μέχρι κάτω. Κάνει τον εαυτό του, τον Νάσο, τον Κωνσταντίνο, την Κατερίνα, τον Χουάν.
«Πώς να ζωγραφίσω τον Χουάν;» ρωτάει δυνατά.
Η δασκάλα λέει:
«Να τον ζωγραφίσεις με την κόκκινη μπλούζα του».
«Και τον Αμίντ;».
Η δασκάλα πηγαίνει προς τον πίνακα και λέει πάλι:
«Με την κίτρινη τσάντα του».
Γυρίζει στο χαρτί του, βάζει σε όλους πρόσωπα με μάτια, μύτες και τεράστια χαμόγελα. Βάζει και ήλιο. Και καφέ χρώμα στο πρόσωπο του Αμίντ. Νευριάζει, το καφέ χρώμα τα κρύβει όλα, πού είναι τα μάτια και η μύτη;
«Τι συμβαίνει, γιατί τσαλακώνεις το χαρτί σου;» ρωτάει η δασκάλα.
Τα μάτια του βρέχονται λίγο.
«Έκανα τον Αμίντ καφέ και τώρα δεν έχει πρόσωπο».
Ο Αμίντ κάνει γρήγορα την δική του ζωγραφιά για να προλάβει.
Το βράδυ τα λέει όλα στον μπαμπά.
«Από πού είναι ο Χουάν; Από την Κίνα;» Οι Κινέζοι είναι η κίτρινη φυλή, του εξηγεί.
«Δεν είναι κίτρινος», φωνάζει αυτός. Κίτρινα είναι τα κεφάλια των λέγκο στο κουτάκι.
«Καλά. Και ο Αμίντ από πού είναι;»
«Δεν ξέρω» φωνάζει πάλι.
«Γιατί φωνάζεις;».
Ο μπαμπάς θέλει να δει ειδήσεις, τον στέλνει στο δωμάτιό του να παίξει για λίγο πριν κοιμηθεί. Ανοίγει το διάφανο κουτί και βρίσκει το σώμα του νίντζα πολεμιστή με την μαύρη στολή. Προχθές του έβαλε το κεφάλι του αστυνομικού και στον αστυνομικό έβαλε το κεφάλι του πειρατή και στον πειρατή το κεφάλι του πυροσβέστη και στον πυροσβέστη το κεφάλι του νίντζα και ο μπαμπάς ρώτησε τότε γιατί δεν βάζει το κάθε κεφάλι στο σώμα του. Επειδή ταιριάζουν με όλα, γι’ αυτό. Ψάχνει μέσα στο κουτί με τα κίτρινα κεφάλια ώσπου βρίσκει το κεφάλι του νίντζα και το ταιριάζει με το δικό του σώμα αυτήν την φορά. Τι ωραίος που είναι τώρα με την μαύρη του στολή και το μαύρο μαντήλι στο πρόσωπο, του φαίνεται κιόλας ότι τα μάτια του μοιάζουν με του Χουάν. Τον βάζει να κάνει μερικές πολεμικές κινήσεις. Κρίμα που έχει χάσει το σπαθί του.
Από το άλλο δωμάτιο ακούγεται η μαμά να λέει κάτι πολύ δυνατά. Τρέχει στο σαλόνι, η μαμά πηγαίνει πέρα δώθε, ο μικρός μασάει ένα μπισκότο και ρίχνει όλα τα τρίμματα κάτω αλλά δεν το προσέχει κανείς. Η τηλεόραση δείχνει μια θάλασσα με άμμο και λέει τις λέξεις «σώμα από ένα παιδί» και «ξεβράστηκε». Και «αποτρόπαιο θέαμα». Ο μπαμπάς είναι ταραγμένος, σηκώνει το χέρι του και το χτυπάει στο μπράτσο του καναπέ. Η μαμά μπαίνει μπροστά από την τηλεόραση και του κρύβει την εικόνα.
«Εμπρός, ύπνο τώρα»
«Έφτιαξα τον νίντζα πολεμιστή» τους λέει και τον σηκώνει ψηλά για να τον δουν όλοι. Είναι πολύ περήφανος.
«Μπράβο σου» λέει η μαμά.