Ο Σπυράκος, αδύνατος και γρήγορος, ο καλύτερος κολυμβητής μετά από μένα, κρατάει την ανάσα του πιο πολύ κάτω από το νερό, αλλά εγώ πάω πιο βαθιά, τόσο βαθιά που αλλάζει το χρώμα της επιφάνειας, γιατί γίνεται ταβάνι όσο εγώ κατεβαίνω να φέρω άμμο για να αποδείξω ότι έφτασα μέχρι κάτω. Απέναντι από την παραλία μας έχει ένα νησί. Στη μέση του είναι ένας άσπρος κύκλος, να προσγειώνονται τα διαστημόπλοια ή να κάνουν ασκήσεις οι φαντάροι. Ο Σπυράκος κι εγώ κάνουμε σαν να παίζουμε στο νερό. Έλα ψάρι, μου φωνάζει, πάμε για βουτιά, κι εγώ τρέχω. Κολυμπάμε μέχρι το βράχο, ανεβαίνει πρώτος. Δεν καταδέχομαι να με βοηθήσει. Στεκόμαστε στον ήλιο. Πατάω επίτηδες στα σημεία που έχουν εξογκώματα για να πονάνε οι πατούσες μου. Βουτάμε, βγαίνουμε ξανά. Με κυνηγάει και με σπρώχνει από τους ώμους στο νερό και μετά πάει να πατήσει στους ώμους μου με τα πόδια. Πιάνομαι από τον αστράγαλό του, τινάζει το πόδι του, μου ξεφεύγει, θυμώνω σχεδόν αλήθεια που δεν τα κατάφερα, βγαίνω έξω, θα σε γαμήσω του φωνάζω, πότε; λέει και δε με κοιτάει καν. Κολυμπάει πάλι πίσω στο βράχο, ανεβαίνει, τι έγινε ψαρούκλα μου, κουράστηκες;
Την άλλη μέρα όλοι κοιμούνται, ξυπνάμε αργά, έχει ζέστη, δείχνει το νησί απέναντι με ένα νεύμα, τι λες, το χεις; και ήδη στεκόμαστε με τα πόδια στο νερό. Χωρίς διάλειμμα, όλο ελεύθερο, έφτασα πρώτος και δεν κοίταξα ούτε για μια στιγμή να δω πού είναι, νόμιζα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να κολυμπάω για πάντα σ’ αυτό το ρυθμό, ένα δύο τρία ανάσα, ένα δύο τρία από την άλλη, στο διηνεκές παντού γύρω μου νερό, ένα δύο τρία φοβάμαι να φτάσω, βγαίνω έξω πρώτος, σκαρφαλώνω στο βράχο, φτάνει ξεφυσώντας και μου λέει, άτιμε, ούτε για μια στιγμή δεν κοίταξες πίσω σου να δεις αν πνίγομαι, βγαίνει κι αυτός και αμέσως συνέρχεται, έλα εδώ να δω κάτι, και δείχνει προς το μέρος μου, τι; δείχνει προς την άκρη του κεφαλιού μου και τον πλησιάζω, έλα να δω και κάνει πως ψάχνει πίσω από τα αυτιά μου, τι έχω; ψάχνω, τι ψάχνεις; τα βράγχια, και πριν προλάβω να σκεφτώ, βρίσκομαι με τον Σπυράκο να με χουφτώνει και να ψάχνει με τη γλώσσα του τι έχω πίσω από τα αυτιά.
Μερικά χρόνια αργότερα θα πιστέψω ότι τον είδα έξω από ένα μουσείο στη Βαρκελώνη, ανάμεσα σε δεκάδες κεφάλια, μαζί με μια γυναίκα που είχε κάνει τα μαλλιά της πλεξούδα, με τα ίδια αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, το ίδιο μακρύ σώμα, όμορφο όπως πάντα, και γω το μόνο που θα σκεφτώ είναι πως η πλεξούδα μου φαίνεται το πιο αντιαισθητικό χτένισμα στον κόσμο. Ευτυχώς η λέξη βράγχια είναι σχετικά σπάνια. Αλλιώς θα ήμουν καταδικασμένος να τον σκέφτομαι συχνά.