Βίβιαν Στεργίου: Μπαμπού

Δε γνωριστήκαμε εκείνο το βράδυ που εμείς καθίσαμε στο μπαρ στην Ομήρου, πάνω απ’ την Ακαδημίας, κι εσείς στο μπαρ στην Ομήρου, κάτω απ’ την Ακαδημίας. Ούτε την άλλη φορά που πρέπει να συμπέσαμε στο βιβλιοπωλείο στην Καρύτση. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε, μού είπες ότι κι εσύ είχες πάει εκεί, όχι για ν’ αγοράσεις βιβλία, αλλά για να χαζέψεις. Δε γνωριστήκαμε σε κάποια συναυλία κλασικής. Εσύ δεν άκουγες συχνά Μπαχ. Εγώ δεν πήγαινα σε συναυλίες. Όμως, αφού ερωτευτήκαμε, αρχίσαμε ν’ ακούμε μαζί Τρίτο και μετά να στέλνουμε ίνμποξ: «σου άρεσε»; «εμένα; ναι, εσένα»; «ναι κι εμένα».

Γνωριστήκαμε όταν έτυχε να γνωριστούμε. Με τρόπο σκανδαλώδη βρήκαμε ότι δεν είχαμε κοινά. Εγώ κυρίως το τόνισα αυτό. «Δεν έχουμε κοινά», είπα. «Τι σ’ ανησυχεί»; είπες. Τίποτα. Έφαγα το νεκταρίνι μου, έπλυνα το πιάτο και ήρθα να καθίσω πάνω σου. Ένας αέρας έβγαινε από σένα και έμπαινε σ’ εμένα. Κι ένας άλλος αέρας έβγαινε από εμένα κι έμπαινε σ’ εσένα. Ο δικός μου αέρας έμοιαζε μ’ αυτήν την πνοή κλεισούρας, σεμνοτυφίας και φθηνής αγιοσύνης που αναδίδουν τα εκκλησάκια όταν τα ξεκλειδώνουν μετά από έναν ολόκληρο χειμώνα στέρησης. Ο δικός σου αέρας ήταν σαν δέντρα που θροίζουν, μεσημέρι. «Τι σημάδι είναι αυτό»; είπες. Τι σημάδι; «Έχεις ένα σημάδι στο μέτωπο, μικρή, θα έπεσες μάλλον όταν ήσουν ακόμα μικρότερη, δηλαδή μωρό». Σοκαρίστηκα που βρέθηκα να έχω μέτωπο. Εδώ και ώρες που μ’ έπιανες πάνω στον καναπέ μου, μέσα στο σπίτι μου, είχα γίνει μύες και δέρμα, νύχια και σπλήνα, νεφρό, πλάτη,  κοιλιά, αγγεία και κόκαλα. Ταυτόχρονα, την ίδια ακριβώς ώρα, είχα ξεχάσει ότι είμαι αγγεία και κόκαλα, λίπη κι αρθρώσεις, έντερο, νύχια, μεμβράνες, ένιωθα πιο αγία από ποτέ, ο πιο υπεράνθρωπος ανθρώπινος άνθρωπος του κόσμου των ανθρώπων. Ένα σώμα που σκέφτεται είναι κάτι φριχτό. Καλύτερα ένα σώμα που σκέφτεται ένα άλλο σώμα. Καλύτερα ένα σώμα μέσα σ’ ένα άλλο σώμα, ασφαλές. «Όταν σε δαγκώνω, γίνομαι μικρή», είπα, και μ’ αυτό εννοούσα αυτήν την αίσθηση ότι μπορείς να πηδάς και να ξαπλώνεις στον ήλιο, να βγάζεις δόντια και να κάνεις υπομονή, να σε τσιμπάει σφήκα και να μην το ξύνεις, γι’ αυτή την αίσθηση λέω ότι το σώμα σου είναι εκεί για να το ζήσεις, όχι για να σε σκοτώσει.

Νομίζω έφταιγε που μ’ έπιανες σαν να είμαι ο πιο όμορφος άνθρωπος του κόσμου. «Ναι, είχα πέσει μικρή, παράξενο, δεν το ‘χα σκεφτεί χρόνια», «θες άλλη μπύρα»; «ναι, θέλω, μην τη χύσεις», «ζεστάθηκε», «δεν πειράζει».

Μιλήσαμε δύο εβδομάδες μετά απ’ αυτό, δηλαδή απ’ όταν καταλάβαμε ότι είχα σώμα κι απ’ όταν εντοπίσαμε ότι στο μέτωπο μου έχω ένα σημάδι, αλλά όχι σαν του Χάρι Πότερ, πιο πάνω, σχεδόν στα μαλλιά. Έστειλες όταν καθόμουν στον καναπέ και διάβαζα Φλομπέρ. «Τι κάνει ο κώλος σου»; Ταράχτηκα. Σαν να μην ήξερα ότι είχα. Κι όμως, για μια περίοδο, πήγαινα μόνη μου σε  σκοτεινά καφέ με μεταχειρισμένα έπιπλα, καθόμουν ακριβώς πάνω σ’ αυτόν τον ίδιο κώλο κι έτρωγα τσιζ κέικ και μετά τοστ με αυγό, διαβάζοντας τα πάντα, βιβλία μεταχειρισμένα και βιβλία καινούργια, βιβλία για τη ζωή του Τζόυς και βιβλία του Μπελ, δε με γνώρισες τότε, γιατί τότε δεν ήθελα να μιλάω σε κανέναν, ήμουν εγώ κι ο κώλος μου κι εγώ κι ο εγκέφαλος μου. «Καλά είμαι, εσύ»; Ξανάπιασα τον Φλομπέρ. Δε ήθελα να μιλάω σε κόσμο. Δεν ήταν πράξη αντίστασης, απλά δεν ήθελα. Δεν ήταν σκοτεινή περίοδος, απλά δεν ήθελα. Κι αυτό μείωνε συνεχώς τις πιθανότητες να γνωριστούμε. Γνωριστήκαμε μόνο όταν έτυχε. Μόνο όταν ήρθες και μού είπες «κοίτα, δεν μπορώ να μιλάω σε κόσμο, αλλά σ’ εσένα μού βγαίνει, ήθελα να σε γνωρίσω», «γεια», είπα.

Και μιλήσαμε πάλι μία εβδομάδα αργότερα, δηλαδή τρεις εβδομάδες από τότε που καταλάβαμε ότι έχω σώμα κι ένα σημάδι όχι ακριβώς σαν τον Χάρι Πότερ, πιο πάνω, στα μαλλιά. Έτριβα στην κατσαρόλα ρύζι που κάηκε και κόλλησε. Από το ραδιόφωνο έχυνε η Lady Gaga στα Όσκαρ. Άνοιξα το παράθυρο. Αν κάπνιζα, θα έκανα τώρα ένα τσιγάρο, όμως δεν. Και τότε έστειλες, «θέλω να σε γαμήσω πάλι». Στο γήπεδο δυο δρόμους κάτω από το σπίτι μπάλες του μπάσκετ κοπανήθηκαν διαδοχικά. Τα χέρια μου κόπηκαν, όπως της Αφροδίτης της Μήλου, εκεί, λίγο πιο κάτω από το μπράτσο. «Έχεις κι άλλα σημάδια που δεν ξέρεις ότι υπάρχουν»; μού είπες. «Μπορεί». Είπα. «Δεν είμαι σίγουρη. Δεν νιώθω άνετα με το σώμα μου». «Μικρή, θέλω να νιώθεις άνετα». Σωστά.

Ξάπλωσα στον καναπέ, για να διαβάσω, αλλά τελικά είδα ντοκιμαντέρ. Ολόκληρα χωριά ζουν από την καλλιέργεια και την επεξεργασία του μπαμπού. Δάση γεμάτα πουλιά, δέντρα τυλιγμένα στη χλόη και καλλιεργητές τσαλαβουτάνε στα νερά. Πλάνα κοντινά στα δέρματα τους. Η σκόνη ερεθίζει τα μάτια των καλλιεργητών. Τα πόδια τους σκάνε. Ακούγεται ο ήχος που ακούμε όταν κόβονται μικρά καλάμια. Σκίζουν τις σάρκες τους, μετά τις κάνουν λείες. Καλάμια σπάνε και στοιβάζονται, κλαδιά κατεδαφίζονται, κόβονται δέντρα, ο ήχος νιώθω σαν να βγαίνει από το πίσω μέρος του κρανίου μου ή κάπου χαμηλά στην πλάτη.

Τα πόδια των καλλιεργητών βυθίζονται μες στο νερό. Το νερό: περνάει από συστάδες με μπλεγμένες ρίζες. Τα καλάμια: δεμένα σε δεμάτια ακινητούν δημιουργώντας μια αίσθηση αναμονής σε σημεία φόρτωσης κι εκφόρτωσης υλικών. Σκληρές δουλειές συμβαίνουν σε ανοιχτά χωράφια. Στάζει νερό από μακρουλά κλαδιά. Μαλλιά δέντρων, σαν φύλλα, φυτρώνουν προς τα πάνω. Είμαι χαρταετός, όπως εκείνη η γυναίκα σ’ εκείνο εκεί το ποίημα του Ελύτη που έλεγε το ίδιο ακριβώς πράγμα, ότι της άρεσαν τα ύψη κι ότι ήταν, δηλαδή, χαρταετός. Και ονειρεύομαι ότι πιάνεις τα σκοινιά μου. Έχω πράσινα σκοινιά, σαν αυτά που κρέμονται στις ζούγκλες και στα δάση με μπαμπού. Αιωρούμαι ανάμεσα σε κέδρινα πλοκάμια και σκιές και ήλιους κι ακούω τον ήχο απ’ τα καλάμια που χτυπάνε, ακούω τις ίνες που δένουν και γίνονται κορμοί. Κορμοί δέντρων μού επιτρέπουν να περνώ ανάμεσα τους κι ακούω πώς κάνουν τα εξωτικά πτηνά όταν διψάνε. Ένα πάντα, μία χοντρή ασπρόμαυρη αρκουδίτσα, μ’ αγαπάει κι έχω την αίσθηση της γούνας της ακριβώς στο κάτω μέρος του λαιμού μου, η λευκή κοιλιά της με θρέφει, έπειτα με γεννάει.

Στις 7 χτυπάει το ξυπνητήρι. Ένα μήνυμα και μία κλήση. «Τι καφέ θες; Κρύο»;

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Share on print